θερισμός: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ. | |lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> уборка, жатва Polyb., NT;<br /><b class="num">2)</b> время жатвы NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.). II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al. 2 harvest, crop, LXXLe.19.9, Ev.Matt. 9.37.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός.
Greek (Liddell-Scott)
θερισμός: ὁ, = θέρισις, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ σῖτος ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι αὐτόθι Θ΄ 37.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson;
3 champ de blé.
Étymologie: θερίζω.
English (Strong)
from θερίζω; reaping, i.e. the crop: harvest.
English (Thayer)
θερισμοῦ, ὁ (θερίζω), harvest: equivalent to the act of reaping, ἐξηράνθη ὁ θερισμός, the crops are ripe for the harvest, i. e. the time is come to destroy the wicked, Sept. for קָצִיר rare in Greek writings, as Xenophon, oec. 18,3; Polybius 5,95, 5.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θερισμός) θερίζω
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.
Greek Monotonic
θερισμός: ὁ (θερίζω),
1. η εποχή του θερισμού, θερισμός, δρεπάνισμα, σε Καινή Διαθήκη
2. σοδειά, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θερισμός: ὁ1) уборка, жатва Polyb., NT;
2) время жатвы NT.