ἰσότιμος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, [[ίδια]] προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἰσότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, [[ίδια]] προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσότῑμος:''' <b class="num">1)</b> занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> равный по ценности, одинаково драгоценный ([[πίστις]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A equal in honour or privilege, Απόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς . . -ον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰ. Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. -ότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰ.,= ἰσοτιμία, Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. -μως, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰ. OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11. 2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰ. δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰ. μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1. 3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jouit d’honneurs égaux, d’une égale condition ; p. ext. à succès égal.
Étymologie: ἴσος, τιμή.
English (Strong)
from ἴσος and τιμή; of equal value or honor: like precious.
English (Thayer)
ἰσότιμον (ἴσος and τιμή), equally precious; equally honored: τίνι, to be esteemed equal to, ἰσότιμον ἡμῖν πίστιν (a like-precious faith with us), concisely for πίστιν τῇ ἡμῶν πίστει ἰσότιμον (Winer s Grammar, § 66,2f.; Buttmann, § 133,10): Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλό-τιμος, σεμνό-τιμος].
Greek Monotonic
ἰσότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, ίδια προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσότῑμος: 1) занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;
2) равный по ценности, одинаково драгоценный (πίστις NT).