κατασκηνόω: Difference between revisions
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στήνω]] επί τόπου [[κατασκήνωση]] ή [[σκηνή]], [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι. | |lsmtext='''κατασκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στήνω]] επί τόπου [[κατασκήνωση]] ή [[σκηνή]], [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκηνόω:''' <b class="num">1)</b> Xen., Polyb. = [[κατασκηνάω]];<br /><b class="num">2)</b> вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);<br /><b class="num">3)</b> находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A take up one's quarters, encamp, εἰς . . X.Cyr.4.5.39, Hell.Oxy.16.2, etc.; ἐν . . LXX 1 Ch.23.25; ἔνθα κατεσκηνώκατε X.Cyr.6.2.2: generally, rest, ἐπ' ἐλπίδι LXX Ps.15(16).9; settle, of birds, ἐν κλάδοις Ev.Matt.13.32: metaph., οὐ ψυχὴ ἐν μόνῳ ἀνθρώπῳ κ. Porph.Abst.4.9.
German (Pape)
[Seite 1379] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκηνόω: σταίνω κάτω, ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, στρατοπεδεύω, καταλύω, εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· αὐτοῦ κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· καθόλου, ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poser sa tente ; camper, s’établir.
Étymologie: κατά, σκηνόω.
English (Strong)
from κατά and σκηνόω; to camp down, i.e. haunt; figuratively, to remain: lodge, rest.
English (Thayer)
κατασκήνω, infinitive κατασκηνοιν (L T Tr WH, WH, see ἀποδεκατόω; (but also κατασκηνοῦν, Matthew , the passage cited R G; Mark , the passage cited R G L T Tr; cf. Tdf. Proleg., p. 123)); future κατασκηνωσόω; 1st aorist κατεσκήνωσα; properly, to pitch one's tent, to fix one's abode, to dwell: ἐφ' ἐλπίδι, ἐν with the dative of place, ὑπό with the accusative of place, Xenophon, Polybius, Diodorus, others; κατεσκήνωσεν ὁ Θεός τῷ ναῷ τούτῳ, Josephus, Antiquities 3,8, 5; add, Sept. mostly for שָׁכַן.)
Greek Monotonic
κατασκηνόω: μέλ. -ώσω, στήνω επί τόπου κατασκήνωση ή σκηνή, στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατασκηνόω: 1) Xen., Polyb. = κατασκηνάω;
2) вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);
3) находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).