νεάω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεάω:''' ([[νειός]]), μέλ. <i>-άσω</i>, [[οργώνω]] καινούριο, ακαλλιέργητο ως [[τώρα]], [[χωράφι]]· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, [[αφού]] για κάμποσο [[χρονικό]] [[διάστημα]] παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. [[novale]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νεάω:''' ([[νειός]]), μέλ. <i>-άσω</i>, [[οργώνω]] καινούριο, ακαλλιέργητο ως [[τώρα]], [[χωράφι]]· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>νεωμένη</i> (ενν. <i>γῆ</i>), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, [[αφού]] για κάμποσο [[χρονικό]] [[διάστημα]] παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. [[novale]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεάω:''' (только praes.) вздваивать пар, вторично вспахивать (ἀγρούς Arph.): νεωμένη (sc. γῆ) Hes. вздвоенный пар.
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεάω Medium diacritics: νεάω Low diacritics: νεάω Capitals: ΝΕΑΩ
Transliteration A: neáō Transliteration B: neaō Transliteration C: neao Beta Code: nea/w

English (LSJ)

(νειός)

   A plough up, of fallow land, ἢν νεᾶν βούλησθε . . τοὺς ἀγρούς Ar.Nu.1117: metaph., τὰν μέσαν νεῶν ἄρουραν (in music) Pratin.Lyr.5: abs., Eup.13, Thphr.CP3.20.7: aor. 1 subj. νεάσωσι ib.3.20.8:—Pass., νεωμένη (sc. γῆ) land ploughed up, after lying fallow, Hes.Op.462.

German (Pape)

[Seite 235] erneuern, bes. ein neues Land od. Brachland umpflügen, ἀγρούς, Ar. Nub. 1118; absol., Theophr.; νεωμένη, sc. γῆ, neu aufgebrochenes Brachland, Hes. O. 464.

Greek (Liddell-Scott)

νεάω: (νέος) ἀροτριῶ νέον ἀγρὸν ἢ πρὸς καιρὸν ἀφεθέντα ἀργόν, ἢν νεᾶν βούλησθε... τοὺς ἀγρούς, Λατ. agros novare, Ἀριστοφ. Νεφ. 1117· νεῶν ἄρουραν Πρατίν. 5· ἀπολ., Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7: ἀόρ. α΄ ὑποτ. νεάσωσι αὐτόθι 8. - Παθ. νεωμένη (ἐξυπακ. γῆ) χωράφιον ἐκ νέου ἀροθέν, ἀφ’ οὗ ἐπί τινα καιρὸν ἔμεινεν ἀργόν, «νειάμα», Λατ. novale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460. Πρβλ. νεόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner le premier labour à une terre en jachère.
Étymologie: νεός¹.

Greek Monotonic

νεάω: (νειός), μέλ. -άσω, οργώνω καινούριο, ακαλλιέργητο ως τώρα, χωράφι· λέγεται για χέρσα γη, Λατ. agros novare, σε Αριστοφ. — Παθ., νεωμένη (ενν. γῆ), γη που έχει οργωθεί εκ νέου, αφού για κάμποσο χρονικό διάστημα παρέμενε ακαλλιέργητη, Λατ. novale, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νεάω: (только praes.) вздваивать пар, вторично вспахивать (ἀγρούς Arph.): νεωμένη (sc. γῆ) Hes. вздвоенный пар.