ὀφείλημα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀφείλημα:''' τό, αυτό το οποίο οφείλει [[κάποιος]], [[χρέος]], [[οφειλή]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὀφείλημα:''' τό, αυτό το οποίο οφείλει [[κάποιος]], [[χρέος]], [[οφειλή]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφείλημα:''' ατος τό долг, задолженность Thuc. etc.
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφείλημα Medium diacritics: ὀφείλημα Low diacritics: οφείλημα Capitals: ΟΦΕΙΛΗΜΑ
Transliteration A: opheílēma Transliteration B: opheilēma Transliteration C: ofeilima Beta Code: o)fei/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is owed, debt, Th.2.40, etc.; ἀποτίνειν ὀ. Pl.Lg.717b; ἀποδοτέον Arist. EN1165a3: also in Inscrr., IG12.57.14, SIG306.38 (Tegea, iv B. C.), 1108.11 (Callatis, iii/ii B. C.), etc.; and Pap., PHib.1.42.10 (iii B. C.), etc.; cf. ὀφήλωμα.

German (Pape)

[Seite 424] τό, das, was Einer schuldig ist, die Schuld; ἀποτίνειν ὀφειλήματα, Plat. Legg. IV, 717 b; Sp., wie Matth. 7, 12; Lob. Phryn. 465.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφείλημα: τό, τὸ ὀφειλόμενον, ὀφειλή, χρέος, Θουκ. 2. 40· ἀποτίνειν ὀφ. Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἀποδοῦναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dette, obligation.
Étymologie: ὀφείλω.

English (Strong)

from (the alternate of) ὀφείλω; something owed, i.e. (figuratively) a due; morally, a fault: debt.

English (Thayer)

ὀφειλητος, τό (ὀφείλω), that which is owed;
a. properly, that which is justly or legally due, a debt; so for מַשָּׁאָה, ἀφιέναι, ἀποτίνειν, Plato, legg. 4, p. 717b.; ἀποδιδόναι, Aristotle, eth. Nic. 9,2, 5 (p. 1165a, 3). κατά ὀφείλημα, as of debt, חוב or חובָא (which denotes both debt and sin), metaphorically, offence, sin (see ὀφειλέτης, b.); hence, ἀφιέναι τίνι τά ὀφειλετα αὐτοῦ, to remit the penalty of one's sins, to forgive them, (Chaldean חובִין שְׁבַק), Winer's Grammar, 30,32, 33.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀφείλημα) οφείλω
1. οφειλή, χρέος («ἀλλ' ὡς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων», Θουκ.)
2. (στην Κυριακή προσευχή) αμαρτία («καὶ ἄφες ἡμῑν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν»).

Greek Monotonic

ὀφείλημα: τό, αυτό το οποίο οφείλει κάποιος, χρέος, οφειλή, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφείλημα: ατος τό долг, задолженность Thuc. etc.