παλαιόω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, παρακ. <i>πεπαλαίωκα</i> ([[παλαιός]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] παλιό, [[κυρίως]] στην Παθ. (ενεστ.), είμαι [[παλιός]] ή διατηρημένος, βραχίονος [[παλαιόω]], από την [[μεγάλη]] [[παλαιότητα]], σε Ιππ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ. επίσης, [[γίνομαι]] [[παλιός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το Λατ. antiquare, [[καταργώ]], [[ακυρώνω]] το νόμο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πᾰλαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, παρακ. <i>πεπαλαίωκα</i> ([[παλαιός]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] παλιό, [[κυρίως]] στην Παθ. (ενεστ.), είμαι [[παλιός]] ή διατηρημένος, βραχίονος [[παλαιόω]], από την [[μεγάλη]] [[παλαιότητα]], σε Ιππ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ. επίσης, [[γίνομαι]] [[παλιός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το Λατ. antiquare, [[καταργώ]], [[ακυρώνω]] το νόμο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''παλαιόω:''' делать или объявлять старым (τὴν πρώτην, sc. διαθήκην NT); pass. стариться, стареть: τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον Plat. отживающее (досл. уходящее) и стареющее; παλαιούμενος старый, долго (про)лежавший ([[κηρός]], [[καρπός]], [[νεκρός]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιόω Medium diacritics: παλαιόω Low diacritics: παλαιόω Capitals: ΠΑΛΑΙΟΩ
Transliteration A: palaióō Transliteration B: palaioō Transliteration C: palaioo Beta Code: palaio/w

English (LSJ)

aor.

   A ἐπαλαίωσα LXXLa.3.4: pf. πεπαλαίωκα Ep.Hebr.8.13: (παλαιός):—make old, LXX Jb.9.5, al.:—mostly in Pass., decay through lapse of time, οἱ παλαιούμενοι νεκροί Arist.Mete.390a22; κηρὸς παλαιούμενος Id.HA557b6, al.; τὸ . . παλαιούμενον Pl.Smp.208b, cf. Ti. 59c; τὸ ἱερὸν πεπαλαιῶσθαι Sammelb.5827.11 (i B. C.); πεπαλαιωμένον ἔκπτωμα βραχίονος one which is of long standing, Hp.Art.7; γένος παλαιωθὲν ὑπὸ χρόνου D.H.3.10; πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν LXX Su.52; of wine, become old, Thphr.CP6.7.5, Gal.14.14, al., Ath.1.33a.    II abrogate, cancel, [διαθήκην] Ep.Hebr. l.c.

German (Pape)

[Seite 445] alt machen, Sp.; – pass. alt werden; κηρὸς παλαιούμενος, Arist. H. A. 5, 32; οἶνος παλαιωθείς, Ath. I, 27 b; daher veralten, τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον ἐγκαταλείπειν, Plat. Conv. 208 b; Tim. 59 c. – Wie antiquare, ein Gesetz abschaffen, N. T.; Plut. non posse 4.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόω: ἀόρ. ἐπαλαίωσα Ἑβδ. (Θρῆνοι Ἱερεμ. Γ΄, 3)· πρκμ. πεπαλαίωκα, παλαιώνω, Ἑβδ. Ἰὼβ Θ΄, 5, ἔνθ’ ἀνωτ.)· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. (ἐνεστ.) γίνομαι παλαιός, κατατρίβομαι, φθείρομαι ἐκ τῆς ἡλικίας, Ἀριστοφ. Μετεωρ. 4. 12, 7, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ.· πεπαλαιωμένον ἔκπτωμα τοῦ βραχίονος, παλαιόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, 38.
ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, γίνομαι παλαιόςἄχρηστος, «ξεθυμασμένος», ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 33Α· τὸ ... παλαιούμενον Πλάτ. Συμπ. 208Β, πρβλ. Τίμ. 59C. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. antiquare, καταργῶ, ἀκυρῶ νόμον, Καιν. Διαθ. (ἔνθ’ ἀνωτ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. au pr. rendre vieux ; Pass.
1 devenir vieux, vieillir;
2 tomber en désuétude, passer, disparaître;
II. particul. abroger une loi.
Étymologie: παλαιός.

English (Strong)

from παλαιός; to make (passively, become) worn out, or declare obsolete: decay, make (wax) old.

English (Thayer)

παλαιῷ: perfect πεπαλαίωκα; passive, present participle παλαιουμενος; future παλαιωθήσομαι; (παλαιός);
a. to make ancient or old, the Sept. for בִּלָּה; passive to become old, to be worn out, the Sept. for בָּלָה, עָתַק: of things worn out by time and use, as βαλάντιον, ἱμάτιον, τό παλαιούμενον, that which is becoming old, Plato, symp., p. 208b.; Tim., p. 59c.).
b. to declare a thing to be old and so about to be abrogated: γηράσκω, at the end).

Greek Monotonic

πᾰλαιόω: μέλ. -ώσω, παρακ. πεπαλαίωκα (παλαιός
I. κάνω κάτι παλιό, κυρίως στην Παθ. (ενεστ.), είμαι παλιός ή διατηρημένος, βραχίονος παλαιόω, από την μεγάλη παλαιότητα, σε Ιππ.
II. στην Παθ. επίσης, γίνομαι παλιός, σε Πλάτ.
III. όπως το Λατ. antiquare, καταργώ, ακυρώνω το νόμο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παλαιόω: делать или объявлять старым (τὴν πρώτην, sc. διαθήκην NT); pass. стариться, стареть: τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον Plat. отживающее (досл. уходящее) и стареющее; παλαιούμενος старый, долго (про)лежавший (κηρός, καρπός, νεκρός Arst.).