παραχράομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ.
|lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραχράομαι:''' ион. παραχρέομαι<br /><b class="num">1)</b> пренебрежительно относиться, дурно выполнять (τὸ [[πρῆγμα]] Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);<br /><b class="num">2)</b> плохо обращаться, дурно относиться (τινος и εἴς τινα Her.);<br /><b class="num">3)</b> злоупотреблять (τινι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχράομαι Medium diacritics: παραχράομαι Low diacritics: παραχράομαι Capitals: ΠΑΡΑΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: parachráomai Transliteration B: parachraomai Transliteration C: parachraomai Beta Code: paraxra/omai

English (LSJ)

   A misuse, abuse, οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται Arist.Fr.56 ; χρῶ μὴ παραχρώμενος Ph.2.61 : c. dat., π. τῷ σώματι Plb.6.37.9, etc.; π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις D.H.6.93.    2 π. ἐς τοὺς συμμάχους deal wrongly or unworthily with them, Hdt.5.92.ά.    II treat with contempt, disregard, c. acc., Id.1.108, 4.159, 8.20 : part. παραχρεώμενοι, abs., of combatants, fighting without thought of life, setting nothing by their life, Id.7.223.    III use for a further or subsidiary purpose, Arist.PA688a23.    B Act. παραχράω, = παραχρηστηριάζω, Str.Chr.9.8.

German (Pape)

[Seite 508] (s. χράομαι), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥςπερ ἀνδραπόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, πρῆγμα μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ χράομαι entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.

Greek (Liddell-Scott)

παραχράομαι: κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς ἐφαρμόζω, μεταχειρίζομαι ἐπὶ νέας χρήσεως, οἷον ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς πρός τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου χράομαι, μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. ἀλογία)· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων ἄνευ σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 faire un mauvais usage, abuser ou mésuser τινι ou ἔς τινα, agir mal ou exercer de mauvais traitements à l’égard de qqn;
2 faire peu de cas de ; abs. παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, etc.).
Étymologie: παρά, χράομαι.

Greek Monotonic

παραχράομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
I. 1. χρησιμοποιώ ακατάλληλα, κάνω κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.
2. παραχράομαι ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. ἐκ παρέργου χράομαι, αντιμετωπίζω με περιφρόνηση, περιφρονώ, απαξιώ, με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. παραχρεώμενοι, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν καθόλου για την ζωή τους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παραχράομαι: ион. παραχρέομαι
1) пренебрежительно относиться, дурно выполнять (τὸ πρῆγμα Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);
2) плохо обращаться, дурно относиться (τινος и εἴς τινα Her.);
3) злоупотреблять (τινι Polyb.).