ὀχλοποιέω: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχλοποιέω:''' [[υποκινώ]] τον όχλο σε [[στάση]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ὀχλοποιέω:''' [[υποκινώ]] τον όχλο σε [[στάση]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχλοποιέω:''' собирать толпу NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A make a riot, Act.Ap.17.5.
German (Pape)
[Seite 431] einen Volksauflauf erregen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοποιέω: ἐγείρω ὀχλαγωγίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 5· - ὀχλοποίησις, εως, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. δημαγωγίας.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire des rassemblements, ameuter une foule, provoquer un attroupement.
Étymologie: ὄχλος, ποιέω.
English (Strong)
from ὄχλος and ποιέω; to make a crowd, i.e. raise a public disturbance: gather a company.
English (Thayer)
ὀχλοποιῶ: 1st aorist participle ὀχλοποιησας; (ὄχλος, ποιέω); to collect a crowd, gather the people together: Acts 17:5. Not found elsewhere.
Greek Monotonic
ὀχλοποιέω: υποκινώ τον όχλο σε στάση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀχλοποιέω: собирать толпу NT.