πλόκανον: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλόκᾰνον:''' τό ([[πλέκω]]), [[πλέγμα]], πλεγμένο [[σχοινί]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πλόκᾰνον:''' τό ([[πλέκω]]), [[πλέγμα]], πλεγμένο [[σχοινί]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλόκανον -ου, τό [πλέκω] vlechtwerk. wan (platte mand gebruikt om graankorrels en kaf van elkaar te scheiden). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A plaited work, basket-work, Pl.Ti.78c, Thphr.HP4.10.4, D.S.3.37. 2 wicker fan for winnowing, Pl.Ti.52e, Poll. 1.225. 3 plaited rope, X.Cyn.9.12, Poll.5.33. 4 sieve, strainer, Gal.2.500, 6.179:—πλόχανον is v.l. in both passages of Pl. and is cited by Suid.: πλόκαμον is f.l. in Pl.Ti.78c, X.l.c., Gal. ll.cc.
German (Pape)
[Seite 637] τό, auch πλόχανον geschrieben, 1) jedes Flechtwerk; Plat. Tim. 78 b; D. Sic. 3, 37; Poll. 5, 33. – Bes. 2) das geflochtene Sieb zum Reinigen des Getreides oder die Wurfschwinge, vannus; Plat. Tim. 52 e; Plut. u. a. Sp.; auch πλόχανον, u. in B. A. 67 falsch πρόκανον geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκᾰνον: τό, (πλέκω) ― πλέγμα, ἔργον πλεκτικῆς, οἷον οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, Πολυδ. Αϳ, 225. 3) πεπλεγμένον σχοινίον, Ξεν. Κυν. 9. 12, Πολυδ. Εϳ, 33· ― πλόχανον εἶναι διάφ. γρ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τοῦ Πλάτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.· πλόκαμον, εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Διοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Διορθώσεις εἰς Γαληνὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Εϳ, σ. 438.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ouvrage tressé en jonc ou en osier.
Étymologie: πλέκω.
Greek Monolingual
και πλόχανον, τὸ, Α
1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο
2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών
3. πλεγμένο σχοινί
4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του πλέκω + επίθημα -ανον (πρβλ. ξό-ανον, όργ-ανον)].
Greek Monotonic
πλόκᾰνον: τό (πλέκω), πλέγμα, πλεγμένο σχοινί, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλόκανον -ου, τό [πλέκω] vlechtwerk. wan (platte mand gebruikt om graankorrels en kaf van elkaar te scheiden).