ῥόθος: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥόθος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[παφλασμός]] κυμάτων ή [[πάταγος]] κουπιών· <i>ἐξ ἑνὸς ῥόθου</i>, με ένα [[χτύπημα]], δηλ. [[αμέσως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |lsmtext='''ῥόθος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[παφλασμός]] κυμάτων ή [[πάταγος]] κουπιών· <i>ἐξ ἑνὸς ῥόθου</i>, με ένα [[χτύπημα]], δηλ. [[αμέσως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥόθος:''' ὁ<b class="num">1)</b> шум, гам (Περσίδος γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> стремительность, натиск: ἐξ ἑνὸς ῥόθου Aesch. единым натиском, разом; τῆς Δίκης ῥ. неуклонный ход Справедливости. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A rushing noise, roar of waves, dash of oars, ἐξ ἑνὸς ῥ. with one stroke, i.e. all at once, A.Pers.462. 2 of any confused, inarticulate sound, Περσίδος γλώσσης ῥ. the noise of the Persian (i.e. barbarian) tongue, ib.406; τῆς δὲ Δίκης ῥ. ἑλκομένης, ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι but there is tumult or confusion, when Justice is dragged whithersoever bribed judges lead her, Hes.Op.220. 3 of any rushing motion, πτερύγων ῥ. Opp.H.5.17. 4 Boeot.,= mountain path, Plu.in Hes.13; αἰγὸς ῥ. a goat-track, Nic.Th.672.
German (Pape)
[Seite 847] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης ῥόθος, das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Uebertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit einem Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων ῥόθος Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόθος: ὁ, ἦχος ὁρμητικός, θόρυβος, πάταγος, ἢ θορυβώδης ἦχος τῶν κυμάτων, ὁ πάταγος τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν κτύπημα, δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. κέλευσμα· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ θορυβώδης ἦχος τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ ὅπου ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, ῥόθος καὶ ἦχος καὶ θόρυβος γίνεται τῶν ἀδικουμένων, δηλονότι ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς πάτημα ἢ πορεία, Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις ῥοῖβδος, ῥοῖζος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit de choses qui se heurtent :
1 bruit des vagues;
2 bruit de voix;
3 bond, élan (d’une troupe).
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.
English (Slater)
ῥόθος
1 shout πολὺν ῥθ[ο]ν ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις (Pae. 12.16)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος του κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.)
2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον
τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.)
3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος», Αισχύλ.)
4. γρήγορη, ορμητική κίνηση (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου», Ησύχ.
β. «πτερύγων ῥόθος», Οππ.)
5. θόρυβος, φασαρία («τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», Ησίοδ.)
6. μονοπάτι σε ορεινή περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή είναι η σύνδεση της λ. με την οικογένεια του ῥέω και η αναγωγή της σε ρίζα sr-edh- «βομβώ» (πρβλ. ῥώθων). Καμιά, εξάλλου, σύνδεση της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Αρχική σημ. του τ. πρέπει να θεωρηθεί η σχετική με τη θάλασσα, δηλ. ο θόρυβος τών κουπιών και ο θόρυβος τών κυμάτων, από όπου, κατ' επέκταση, ο συγκεχυμένος άναρθρος ήχος, θόρυβος, φασαρία].
Greek Monotonic
ῥόθος: ὁ,
1. ορμητικός, θορυβώδης ήχος, παφλασμός κυμάτων ή πάταγος κουπιών· ἐξ ἑνὸς ῥόθου, με ένα χτύπημα, δηλ. αμέσως, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για κάθε είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης ῥόθος, ο θορυβώδης ήχος της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ῥόθος: ὁ1) шум, гам (Περσίδος γλώσσης Aesch.);
2) стремительность, натиск: ἐξ ἑνὸς ῥόθου Aesch. единым натиском, разом; τῆς Δίκης ῥ. неуклонный ход Справедливости.