Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύραξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στύραξ:''' (Α), -ᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοσχολίβανο]], αρωματικό [[ρετσίνι]] που χρησιμοποιείται ως [[θυμίαμα]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, δέντρο που παράγει αυτό το [[ρετσίνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[στύραξ]]:</b> (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ [[άκρο]] στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[δόρατος]], [[λόγχη]], σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''στύραξ:''' (Α), -ᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοσχολίβανο]], αρωματικό [[ρετσίνι]] που χρησιμοποιείται ως [[θυμίαμα]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, δέντρο που παράγει αυτό το [[ρετσίνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[στύραξ]]:</b> (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ [[άκρο]] στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[δόρατος]], [[λόγχη]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''στύραξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ, ион. ἡ стиракс<br /><b class="num">1)</b> растение, дающее благовонную смолу Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> благовонная смола, употреблявшаяся для курений Arst.<br />ᾰκος (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> досл. нижний конец копья, перен. древко Plat.;<br /><b class="num">2)</b> копье Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύραξ Medium diacritics: στύραξ Low diacritics: στύραξ Capitals: ΣΤΥΡΑΞ
Transliteration A: stýrax Transliteration B: styrax Transliteration C: styraks Beta Code: stu/rac

English (LSJ)

[ῠ] (A), ᾰκος, ὁ,

   A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.).    II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.
στύραξ [ῠ] (B), ᾰκος, ὁ,

   A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La.184a; shaft, ἀκοντίων Onos.10.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 959] ακος, ἡ, seltener ὁ, der Strauch od. Baum, der das Gummiharz storax, τὸ στύραξ, giebt, Strab., Diosc., Plut. Lys. 28. ακος, τό, storax, ein wohlriechendes, als Räucherwerk gebrauchtes Gummiharz, das der Strauch ἡ στύραξ giebt, Diosc. ακος, ὁ, wie σαυρωτήρ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; ἕως ἄκρου τοῦ στύρακος ἀντελάβετο, Plat. Lach. 183 e; auch die ganze Lanze, der Speer selbst, Xen. Hell. 6, 2, 10; Plut. Marcell. 26.

Greek (Liddell-Scott)

στύραξ: (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες κόμμι χρησιμεῦον ὡς θυμίαμα, ὀσμή σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. στύραξ, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ κόμμι τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28.

French (Bailly abrégé)

1ακος (ὁ) :
1 bout d’une lance;
2 p. ext. lance, pique.
Étymologie: DELG apparenté à σταυρός, στῦλος, de la grande famille de ἵστημι.
2ακος (ὁ) :
styrax, arbre qui produit la gomme ou résine dont on fait l’encens.
Étymologie: DELG étym. ignorée, suff. qui se retrouve dans de nombreux noms de plantes : δόναξ, θρῖδαξ, etc.
Par. λίβανος.

Spanish

estoraque

Greek Monolingual

(I)
-ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α
βλ. στύρακας.———————— (II)
-ακος, ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ
αρχ.
κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ-αξ (με επίθημα -αξ, πρβλ. πίν-αξ, χάρ-αξ) ανήκει, κατά μία άποψη, στην οικογένεια του ρ. ἵστημι και έχει σχηματιστεί από τη λ. σταυρός, αλλά με τον φωνηεντισμό τών τ. στῦλος, στύω, δηλ. από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- με βραχύ το φωνήεν -υ- της παρέκτασης (βλ. λ. σταυρός, στύλος, στύω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. στύραξ με σημ. «κοντάρι» προήλθε από τη λ. στύραξ (Ι) «είδος δέντρου» (πρβλ. τη φρ. στυράκινα ἀκοντίσματα «ακόντια κατασκευασμένα από ξύλο στύρακα»). Ανάλογη περίπτωση χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το ξύλο του δένδρου αυτού έχουμε στη λ. μελία. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά το γεγονός ότι το φυτό στύραξ εισήχθη στην Ελλάδα από τους Φοίνικες και δεν πρέπει να ήταν πολύ διαδομένο στην Ελλάδα].

Greek Monolingual

(I)
-ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α
βλ. στύρακας.———————— (II)
-ακος, ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ
αρχ.
κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ-αξ (με επίθημα -αξ, πρβλ. πίν-αξ, χάρ-αξ) ανήκει, κατά μία άποψη, στην οικογένεια του ρ. ἵστημι και έχει σχηματιστεί από τη λ. σταυρός, αλλά με τον φωνηεντισμό τών τ. στῦλος, στύω, δηλ. από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- με βραχύ το φωνήεν -υ- της παρέκτασης (βλ. λ. σταυρός, στύλος, στύω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. στύραξ με σημ. «κοντάρι» προήλθε από τη λ. στύραξ (Ι) «είδος δέντρου» (πρβλ. τη φρ. στυράκινα ἀκοντίσματα «ακόντια κατασκευασμένα από ξύλο στύρακα»). Ανάλογη περίπτωση χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το ξύλο του δένδρου αυτού έχουμε στη λ. μελία. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά το γεγονός ότι το φυτό στύραξ εισήχθη στην Ελλάδα από τους Φοίνικες και δεν πρέπει να ήταν πολύ διαδομένο στην Ελλάδα].

Greek Monotonic

στύραξ: (Α), -ᾰκος, ὁ,
I. μοσχολίβανο, αρωματικό ρετσίνι που χρησιμοποιείται ως θυμίαμα, σε Αριστ.
II. , δέντρο που παράγει αυτό το ρετσίνι, σε Ηρόδ.
στύραξ: (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ άκρο στο κάτω μέρος δόρατος, λόγχη, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

στύραξ: ᾰκος (ῠ) ὁ, ион. ἡ стиракс
1) растение, дающее благовонную смолу Her., Plut.;
2) благовонная смола, употреблявшаяся для курений Arst.
ᾰκος (ῠ) ὁ
1) досл. нижний конец копья, перен. древко Plat.;
2) копье Xen., Plut.