αὐτοσταδίη: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(1b) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτοστᾰδίη:''' ἡ (sc. [[μάχη]]) рукопашный бой Hom. | |elrutext='''αὐτοστᾰδίη:''' ἡ (sc. [[μάχη]]) рукопашный бой Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἵσταμαι]]<br />a [[stand]]-up [[fight]], [[close]] [[fight]], ἔν γ' αὐτοσταδίηι Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 9 January 2019
English (LSJ)
(sc. μάχη), ἡ,
A stand-up fight, close fight, Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
German (Pape)
[Seite 402] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοστᾰδίη: (ἐνν. μάχη), ἡ, Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. αὐτοσχέδιος), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ συστάδην μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. μάχη;
combat corps à corps.
Étymologie: αὐτός, ἵστημι.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): hand to hand fight, Il. 13.325†.
Spanish (DGE)
(αὐτοστᾰδίη) -ης, ἡ lucha cuerpo a cuerpo ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
Greek Monolingual
αὐτοσταδίη, η (Α)
μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»].
Greek Monotonic
αὐτοστᾰδίη: (ἵσταμαι), σε κατάσταση μάχης, κοντά στη μάχη, ἔν γ' αὐτοσταδίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοστᾰδίη: ἡ (sc. μάχη) рукопашный бой Hom.