ἐπημοιβός: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπημοιβός:''' (= [[ἐπαμοιβός]]) чередующийся, попеременный, перемежающийся: ὀχῆες ἐπημοιβοί Hom. заходящие друг за друга засовы; χιτῶνες ἐπημοιβοί Hom. сменные (запасные) одежды.
|elrutext='''ἐπημοιβός:''' (= [[ἐπαμοιβός]]) чередующийся, попеременный, перемежающийся: ὀχῆες ἐπημοιβοί Hom. заходящие друг за друга засовы; χιτῶνες ἐπημοιβοί Hom. сменные (запасные) одежды.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-ημοιβός, όν [[ἀμείβω]]<br /><b class="num">1.</b> alternating, [[crossing]], of [[door]]-bolts, Il.<br /><b class="num">2.</b> serving for [[change]], χιτῶνες Od.
}}
}}

Revision as of 13:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπημοιβός Medium diacritics: ἐπημοιβός Low diacritics: επημοιβός Capitals: ΕΠΗΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: epēmoibós Transliteration B: epēmoibos Transliteration C: epimoivos Beta Code: e)phmoibo/s

English (LSJ)

όν, late ή, όν Opp.H.5.135:—

   A crossing, ὀχῆες ἐ. (unless = shifting to and fro) Il.12.456; τελαμῶνες ἐ. cross-belts, Opp.C. 1.98.    2 alternating, serving for change, χιτῶνες ἐ. Od.14.513; ἀστέρες Arat.190; πρηδόνες Nic.Th.365.

German (Pape)

[Seite 920] abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über over in einander geschoben werden, Il. 12, 456; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln; sp. D., wie Opp. C. 1, 98 Nic. Th. 365; auch im fem., ἐπημοιβαῖς προβολῇσιν, wenn die Lesart richtig ist, Opp. H. 5, 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημοιβός: -όν, μεταγεν. ή, όν, ὡς ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 135 (ἀμείβω): - ἐπάλληλος, Λατ. alternus, δοιοὶ δ’ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, «ἀλλήλοις ἐπικείμενοι. εἷς ἐφ’ ἕνα» (Σχολ.) (ἴδε ἐν λ. κλεὶς Ι), Ἰλ. Μ. 456· τελαμῶνες ἐπ., σταυροειδῶς συναντώμενοι, Ὀππ. Κυν. 1. 98. 2) ἐπὶ χιτῶνος, ὁ περιττεύων, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγήν, οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι, ἐπημοιβοί τε χιτῶνες ἐνθάδε ἕννυσθαι Ὀδ. Ξ. 513, πρβλ. Ἄρατ. 190, Νικ. Θ. 365.

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. ἐπαμοιβός.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): serving for a change; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, cross- bars, shutting over one another in opposite directions. (See cut No. 29).

Greek Monolingual

ἐπημοιβός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.)
2. επάλληλος, σταυρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐπημοιβός: -όν (ἀμείβω),
1. εναλλασσόμενος, διασταυρούμενος, λέγεται για μάνταλα ή σύρτες πόρτας, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που αλλάζει, χιτῶνες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπημοιβός: (= ἐπαμοιβός) чередующийся, попеременный, перемежающийся: ὀχῆες ἐπημοιβοί Hom. заходящие друг за друга засовы; χιτῶνες ἐπημοιβοί Hom. сменные (запасные) одежды.

Middle Liddell

ἐπ-ημοιβός, όν ἀμείβω
1. alternating, crossing, of door-bolts, Il.
2. serving for change, χιτῶνες Od.