μισθωτός: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μισθωτός:''' <b class="num">1)</b> нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> арендованный (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> наемный слуга, работник Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> наемный воин, наемник Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> наймит, агент (Φιλίππου Dem.). | |elrutext='''μισθωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> арендованный (οἰκίαι Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> наемный слуга, работник Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> наемный воин, наемник Her., Thuc.;<br /><b class="num">3)</b> наймит, агент (Φιλίππου Dem.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A hired, ἐπίκουροι Hdt.3.45, Pl.R.419; ἄνθρωποι Phld.Mus.p.67 K. II Subst., hireling, hired servant, Ar.Av.1152, Pl.Lg.918b, IG22.1672.28, Ev.Marc.1.20, etc.: freq. of soldiers, mercenaries, Hdt.1.61, Th. 5.6; of a spy or agent, D.18.38; μ. Φιλίππου ib.52; καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ Id.19.110.
German (Pape)
[Seite 191] gemiethet, um Lohn gedungen, Söldling; καὶ θῆτες, Plat. Polit. 290 a; ἐπίκουροι, Rep. IV, 419 u. öfter; comic. bei Ath. oft u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μισθωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ μισθῷ πράττων τι, Ἡρόδ. 3. 45· ἐπίκουροι Πλάτ. 419. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρετῶν, ὑπηρέτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Πλάτ. Νόμ. 918Β, κτλ.· συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, οἱ μισθοφόροι, Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 5. 6· ἐπὶ κατασκόπου ἢ πράκτορος ξένων, Δημ. 238. 21· μ. Φιλίππου ὁ αὐτ. ἐν 242. 25· καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ ὁ αὐτ. ἐν 374. 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. adj. pris à gages, mercenaire ; en parl. de maisons pris à loyer, loué;
II. subst. ὁ μισθωτός :
1 serviteur à gages;
2 soldat mercenaire;
3 agent salarié, espion.
Étymologie: μισθόω.
English (Strong)
from μισθόω; a wage-worker (good or bad): hired servant, hireling.
English (Thayer)
μισθωτοῦ, ὁ (μισθόω), one hired, a hireling: Aristophanes, Plato, Demosthenes, others; the Sept. for שָׂכִיר.)
Greek Monolingual
και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ μισθωτός, -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) μισθώνω
αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης
νεοελλ.
(νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με μισθό ή ημερομίσθιο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μισθωτός
α) ο υπηρέτης, ο βοηθός
β) (για στρατιώτες) ο μισθοφόρος
γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, βαλτός.
Greek Monotonic
μισθωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που κάνει κάτι έναντι μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. ως ουσ., μισθωτός εργάτης, μισθωτός υπηρέτης, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., μισθοφόροι, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μισθωτός:
1) нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);
2) арендованный (οἰκίαι Xen.).
II ὁ
1) наемный слуга, работник Plat., NT;
2) наемный воин, наемник Her., Thuc.;
3) наймит, агент (Φιλίππου Dem.).