ἀνεπιτήδειος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνεπιτήδειος:''' 2, ион. [[ἀνεπιτήδεος]] 3<br /><b class="num">1)</b> неподходящий, непригодный, неспособный (πρός τι Xen., Plat.): ἀ. βουλεύειν Lys. неподходящий в качестве члена государственного совета;<br /><b class="num">2)</b> неблагоприятный, дурной (ἀνεπιτήδειόν τι Her., Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> неприязненный, враждебный (λόγοι Plut.).
|elrutext='''ἀνεπιτήδειος:''' 2, ион. [[ἀνεπιτήδεος]] 3<br /><b class="num">1)</b> неподходящий, непригодный, неспособный (πρός τι Xen., Plat.): ἀ. βουλεύειν Lys. неподходящий в качестве члена государственного совета;<br /><b class="num">2)</b> неблагоприятный, дурной (ἀνεπιτήδειόν τι Her., Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> неприязненный, враждебный (λόγοι Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> [[unserviceable]], [[unfit]], Xen., Plat., etc.:— [[mischievous]], [[prejudicial]], [[hurtful]], Hdt., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[unkind]], [[unfriendly]], Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 16:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτήδειος Medium diacritics: ἀνεπιτήδειος Low diacritics: ανεπιτήδειος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: anepitḗdeios Transliteration B: anepitēdeios Transliteration C: anepitideios Beta Code: a)nepith/deios

English (LSJ)

ον (α, ον Gp.5.26.3), Ion. ἀνεπιτήδεος, η, ον:—

   A unserviceable, unfit, of persons and things, X.HG.6.4, etc.; πρός τι Pl.Sph.219a; in a positively bad sense, mischievous, prejudicial, Hdt.1.175, Th.3.71; γνῶναί τι ἀ. περί τινος And.2.28; of bad omens, X.HG1.4.12; of food, Hp.Acut.17 (Comp.), VM20: c. inf., unfitted to .., Lys.31.2. Adv. -ως, πράττειν fare ill, opp. εὖ πράττειν, ib.5; ἀ. ἔχειν Plu.2.819a: Comp. -ότερον Pl.Lg.813b.    2 unkind, unfriendly, X.HG7.4.6; ἄλλους τινὰς ἀ. ἀνήλωσαν, i.e. political opponents, Th.8.65; στῆλαι ἀ. IG22.43A34.

German (Pape)

[Seite 225] ion. ἀνεπιτήδεος (Geop. auch 3 E.), ungeschickt, unpassend, unanwendbar, βουλεύειν Lys. 31. 1; πρός τι Plat. Soph. 219 a; ἀρχαί Legg. VI, 751 b; ναύαρχοι Xen. Hell. 1, 6, 4; widerwärtig, Her. 1, 175; vgl. Xen. Hell. 1, 4, 5; von widriger Vorbedeutung, widerstrebend, feindlich, 7, 4, 6; Andoc. 2 z. E.; Lys. 8, 1. – Adv. compar., ἀνεπιτηδειότερον, Plat. Legg. VII, 813 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδειος: -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - ἀκατάλληλος, ἄχρηστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. περί τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. ἀκατάλληλος εἰς ..., ἀνεπιτήδειος, Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ προσηκόντως, δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) δυσμενής, οὐχὶ φιλικός, τραχύς, Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. qui n’est propre à rien;
II. contraire, fâcheux :
1 en gén.
2 particul. de mauvais augure pour, τινι;
3 malveillant, hostile.
Étymologie: ἀ, ἐπιτήδειος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): jón. -εος Hdt.1.175

• Morfología: [fem. -α Gp.5.26.3, 12.3.5]
I 1inadecuado para c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2
de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.Sph.219a, πρὸς τὸ διαπονεῖν οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.Lg.813b, πρὸς καλλιοινίαν Gp.5.26.3.
2 abs. de pers. incapaz, inútil, inexperto en cosas del mar, X.HG 1.6.4, cf. PSI 234.15 (II d.C.)
de cosas y abstr. impropio, inadecuado de alimentos, Hp.VM 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.Acut.17, λόγος Pl.Ti.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible Arist.Pol.1258a27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ Gp.12.3.5, βιβλιοθήκη PFam.Teb.15.115 (II d.C.), τόποι PFam.Teb.15.68 (II d.C.)
neutr. τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν hacer alguna inconveniencia, obrar mal ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8
τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún infortunio Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.AI 12.58.
II de pers. enemigo, desafecto c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.HG 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2
oponente político ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65
de cosas hostil στῆλαι σαι (sic) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι IG 2243A.34 (IV a.C.)
de augurios contrario X.HG 1.4.12.
III adv. -ως: πράττειν estar en dificultades, en mala situación Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνεπιτήδειος, -ον)
ακατάλληλος
νεοελλ.
αδέξιος, ανίκανος
αρχ.
1. επιβλαβής
2. μη ευνοϊκός, εχθρικός
3. δυσμενής, δυσοίωνος
4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος
5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω
είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ.

Greek Monotonic

ἀνεπιτήδειος: -ον, Ιων. -επιτήδειος, , -ον,
1. ακατάλληλος, άχρηστος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.· επιβλαβής, φθονερός, βλαβερός, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αγενής, μη φιλικός, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτήδειος: 2, ион. ἀνεπιτήδεος 3
1) неподходящий, непригодный, неспособный (πρός τι Xen., Plat.): ἀ. βουλεύειν Lys. неподходящий в качестве члена государственного совета;
2) неблагоприятный, дурной (ἀνεπιτήδειόν τι Her., Thuc.);
3) неприязненный, враждебный (λόγοι Plut.).

Middle Liddell


1. unserviceable, unfit, Xen., Plat., etc.:— mischievous, prejudicial, hurtful, Hdt., Thuc.
2. unkind, unfriendly, Thuc., Xen.