ἐπιφώσκω: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιφώσκω:''' (рас)светать: τῇ ἐπιφωσκούσῃ (sc. ἡμέρᾳ) NT с наступлением дня. | |elrutext='''ἐπιφώσκω:''' (рас)светать: τῇ ἐπιφωσκούσῃ (sc. ἡμέρᾳ) NT с наступлением дня. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φάος]], φῶς]<br />to [[draw]] [[towards]] [[dawn]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 9 January 2019
English (LSJ)
=ἐπιφαύσκω,
A grow towards daylight, dawn, Ev.Matt. 28.1, Ev.Luc.23.54, PL
German (Pape)
[Seite 1002] = ἐπιφαύσκω, aufleuchten, erscheinen, vom Anbruch des Tages, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφώσκω: ὡς τὸ ἐπιφαύσκω, προβαίνω πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), φέγγος Ποιητ. Βοταν. 25.
French (Bailly abrégé)
1 commencer à luire;
2 faire briller.
Étymologie: ἐπί, φώς.
English (Strong)
a form of ἐπιφαύω; to begin to grow light: begin to dawn, X draw on.
English (Thayer)
(imperfect ἐπεφωσκον); to grow light, to dawn (cf. Buttmann, 68 (60)): εἰς, εἰς, A. II:1.
Greek Monolingual
ἐπιφώσκω (Α)
1. πλησιάζω προς το λυκαυγές, προς το ξημέρωμα («σάββατον ἐπέφωσκε», ΚΔ)
2. συντελώ ώστε να εκπέμπει κάτι φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φώσκω.
Greek Monotonic
ἐπιφώσκω: (φάος, φῶς), οδεύω προς την αυγή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφώσκω: (рас)светать: τῇ ἐπιφωσκούσῃ (sc. ἡμέρᾳ) NT с наступлением дня.