ἐπισυναγωγή: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(2)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπισυνᾰγωγή:''' ἡ собрание, сборище NT.
|elrutext='''ἐπισυνᾰγωγή:''' ἡ собрание, сборище NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπισυνᾰγωγή, ἡ, [from [[ἐπισυνάγω]]<br />a [[gathering]] or [[being]] gathered [[together]], NTest.
}}
}}

Revision as of 22:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνᾰγωγή Medium diacritics: ἐπισυναγωγή Low diacritics: επισυναγωγή Capitals: ΕΠΙΣΥΝΑΓΩΓΗ
Transliteration A: episynagōgḗ Transliteration B: episynagōgē Transliteration C: episynagogi Beta Code: e)pisunagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering or being gathered together, LXX 2 Ma.2.7, 2 Ep.Thess.2.1, etc.    b collection of a sum of money, IG12(3).1270.11 (Syme, ii/i B. C.).    2 collective view, table, ὁρίων Ptol.Tetr.44.    3 pl., successive additions, Id.Alm.2.7.    4 Astrol., aggregation of planets in contact, Porph.in Ptol.188.

German (Pape)

[Seite 987] ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, = συναγωγή, σύναξις, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 7), Β΄ Ἐπιστ. π. Θεσσ. β΄, 1, κτλ. 2) περιληπτικὴ θέα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 67.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 rassemblement, réunion;
2 récapitulation, somme.
Étymologie: ἐπισυνάγω.

English (Strong)

from ἐπισυνάγω; a complete collection; especially a Christian meeting (for worship): assembling (gathering) together.

English (Thayer)

ἐπισυναγωγῆς, ἡ (ἐπισυνάγω, which see);
a. a gathering together in one place, equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι (ἐπί τινα, to one, assembly (of Christians): Hebrews 10:25.

Greek Monolingual

ἐπισυναγωγή, ή (AM) επισυνάγω
συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ)
2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας
αρχ.
1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού
2. περιληπτική θέα, σύνοψη
3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί
διαδοχικές προσθέσεις
4. αστρολ. σύνοδος πλανητών.

Greek Monotonic

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ собрание, сборище NT.

Middle Liddell

ἐπισυνᾰγωγή, ἡ, [from ἐπισυνάγω
a gathering or being gathered together, NTest.