καρύκινος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰρύκινος:''' (ῡ) кроваво-красный, алый ([[ἱμάτιον]] Xen.). | |elrutext='''κᾰρύκινος:''' (ῡ) кроваво-красный, алый ([[ἱμάτιον]] Xen.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.
German (Pape)
[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.
Greek Monolingual
καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθ-ινος, φοίνικ-ινος)].
Greek Monotonic
κᾰρύκινος: -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρύκινος: (ῡ) кроваво-красный, алый (ἱμάτιον Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin