ὄχημα: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὄχημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> средство передвижения: ὄ. [[ἱππικόν]] Soph. или ἵππειον Eur. конная повозка, колесница; ὄ. [[ναός]] Soph. или νάϊον ὄ. Eur. корабль; τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. сухопутные и морские средства передвижения;<br /><b class="num">2)</b> опора, устой (γῆς ὄ. [[Ζεύς]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство выражения, проводник (ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.): ὀχήματί τινι [[χρῆσθαι]] Plut. пользоваться чем-л. для выражения чего-л. (точнее в качестве проводника чего-л.). | |elrutext='''ὄχημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> средство передвижения: ὄ. [[ἱππικόν]] Soph. или ἵππειον Eur. конная повозка, колесница; ὄ. [[ναός]] Soph. или νάϊον ὄ. Eur. корабль; τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. сухопутные и морские средства передвижения;<br /><b class="num">2)</b> опора, устой (γῆς ὄ. [[Ζεύς]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство выражения, проводник (ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.): ὀχήματί τινι [[χρῆσθαι]] Plut. пользоваться чем-л. для выражения чего-л. (точнее в качестве проводника чего-л.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὄχημα]], ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] that bears or supports, γῆς [[ὄχημα]], [[stay]] of [[earth]], = [[γαιήοχος]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[carriage]], a [[chariot]], Lat. [[vehiculum]], Hdt., Soph., Eur.<br /><b class="num">2.</b> of ships, but [[mostly]] with [[some]] [[addition]], λινόπτερα ναυτίλων ὄχ. Aesch.; ὄχ. [[ναός]] Soph.<br /><b class="num">3.</b> of animals that are [[ridden]], [[ὄχημα]] κανθάρου a [[riding]] [[beetle]] (as we say a [[riding]]-[[horse]]), Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything that bears or supports: hence, Zeus is called γῆς ὄχημα stay of earth (γαιήοχος), E.Tr.884. II carriage, chariot, Hdt.5.21, etc.: prop. mule-car, opp. ἅρμα (war-car), Pi.Fr.106.6; also ὀ. ἱππικά S.El.740; ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp.662; ὄ. ἵππειον, πωλικόν, Id.Alc. 67, Rh.621, cf. Tim.Pers.205; αὔρα, θεῶν ὄ. Trag.Adesp.565; ἔπαρχος ὀχημάτων, = Lat. praefectus vehiculorum, IG14.1072 (Rome, ii A. D.), cf. Supp.Epigr.4.520.12 (Ephes., ii A. D.). 2 of ships, mostly with some addition, λινόπτερ' ηὗρε ναυτίλων ὀ. A.Pr.468; ὄ. ναός S.Tr.656 (lyr.); νάϊον ὄ. E.IT410 (lyr.); τὰ ὀ. τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Pl. Hp.Ma.295d, cf. Phd.113d. 3 of animals that are ridden, ὄ. κανθάρου a riding-beetle (as we say a riding-horse), Ar.Pax866; of Arion's dolphin, App.Anth.1.3; of a horse, Max.Tyr.14.4. 4 metaph., vehicle, raft, ὄ. ἀοιδᾶν, as Pi. calls his ode, Fr.124.1; ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀ., λόγου θείου τινός, διαπορευθῆναι Pl.Phd.85d; ὄ. τροφῆς, of water, Hp.Alim.55 (but of the vena cava, Id. ap. Gal.UP4.5); τὸ σιτίον οἷον ὀ. τῷ ὑγρῷ χρώμενον Plu.2.698d; of honey as a vehicle for drugs, Gal. 10.300; σῶμα . . ψυχῆς λεπτὸν ὄ. Orac. ap. Hierocl. in CA26p.478M.; of the supposed vehicle consisting of fine and indestructible matter informed by the soul, its spiritual body, Procl.Inst.205, cf. Iamb. Myst.5.12, Dam.Pr.102; ἀχράντῳ ὀ. χρώμεναι τῷ . . κάλλει Procl.in Alc. p.33 C.
German (Pape)
[Seite 429] τό, Alles, was trägt oder stützt, wie Eur. statt γαιήοχος den Zeus γῆς ὄχημα nennt, Troad. 884; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 451. – Gew. Fuhrwerk, Fahrzeug; ναυτίλων λινόπτερα, Aesch. Prom. 466; ξὺν ἵπποις καμπύλοις τ' ὀχήμασιν, Suppl. 180; ἱππικά, Soph. El. 730; πολύκωπον ὄχ, ναός, Schiff, Trach. 653; Eur. sowohl ἵππειον, πωλικόν, als νάϊον, Alc. 68 Rhes. 621 I. T. 410; auch ἁρμάτων ὀχήματα, Aesch. Suppl. 662 u. öfter; ζευκτά, Plut. de aere al. 3. – Komisch ὄχημα κανθάρου, Ar. Pax 830; öfter bei Plat., wie Polit. 288 a, ἐμβιβάσας ὡς εἰς ὄχημα Tim. 41 e, von Schiffen Phaed. 113 d, vgl. Hipp. mai. 295 d, τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ πλοῖα; Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχημα: τό, (ὀχέω) πᾶν ὅ, τι φέρει ἢ ὑποστηρίζει τι, στήριγμα ὅθεν ὁ Ζεὺς καλεῖται γῆς ὄχημα, τὸ στήριγμα τῆς γῆς (γαιήοχος), πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 884. ΙΙ. ὄχημα, ὡς καὶ νῦν, Λατ. vehiculum, Ἡρόδ. 5. 21 καὶ Ἀττικ.· -κυρίως ἅμαξα συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρμα, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 73· ἀλλὰ καὶ ὄχ. ἱππικὸν Σοφ. Ἠλ. 740· ἁρμάτων ὀχήματα Εὐρ. Ἱκ. 662· ὄχ. ἵππειον, πωλικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 67, Ρῆσ. 621. 2) ἐπὶ πλοίων, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετά τινος προσθήκης, λινόπτερ’ εὗρε ναυτίλων ὄχ. Αἰσχύλου Πρ. 468· ὄχ. ναὸς Σοφ. Τρ. 656· νάϊον ὄχ. Εὐρ. Ι. Τ. 410· τὰ ὀχ. τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295D, πρβλ. Φαίδωνα 113D. 3) ἐπὶ ζῴων, ἐφ’ ὧν τις ὀχεῖται, ὄχημα κανθάρου, κάνθαρος πρὸς ἱππασίαν (οἱονεὶ ἵππος), Ἀριστοφάν. Εἰρ. 866· ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀνθολ. Π. παράρτ. 105· ἐπὶ ἵππου, Μάξιμ. Τυρ. 14. 4. 4) μεταφορ., ἐρατᾶν ὄχημ’ ἀοιδᾶν, ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ μίαν τῶν ἑαυτοῦ ᾠδῶν ἣν πέμπει πρὸς φίλον, Ἀποσπ. 89· ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀχήματος, λόγου θείου τινός, διαπορευθῆναι Πλάτ. Φαίδων 85D· τὸ σιτίον οἷον ὀχήματι τῷ ὑγρῷ χρώμενον Πλούτ. 2. 698D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 voiture, chariot, char traîné par des chevaux;
2 navire, vaisseau;
3 fig. véhicule (de la pensée, de la parole, etc.).
Étymologie: ὀχέω.
English (Slater)
ὄχημα (cf. ὄχος, ἀπήνα.)
1 mulecart ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. met., (cf. ἅρμα) ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον fr. 124. 1. ]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.
Greek Monotonic
ὄχημα: -ατος, τό,
I. οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει, βαστάζει ή υποστηρίζει· γῆς ὄχημα, στήριγμα της γης, = γαιήοχος, σε Ευρ.
II. 1. άμαξα, άρμα, Λατ. vehiculum, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
2. λέγεται για πλοία, αλλά κυρίως με κάποια προσθήκη· λινόπτερα ναυτίλων ὄχημα, σε Αισχύλ.· ὄχημα ναός, σε Σοφ.
3. λέγεται για ζώα που ιππεύονται, ὄχημα κανθάρου, κάνθαρος, σκαραβαίος για καβαλίκευμα (όπως λέμε άλογο για ιππασία), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὄχημα: ατος τό1) средство передвижения: ὄ. ἱππικόν Soph. или ἵππειον Eur. конная повозка, колесница; ὄ. ναός Soph. или νάϊον ὄ. Eur. корабль; τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. сухопутные и морские средства передвижения;
2) опора, устой (γῆς ὄ. Ζεύς Eur.);
3) средство выражения, проводник (ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.): ὀχήματί τινι χρῆσθαι Plut. пользоваться чем-л. для выражения чего-л. (точнее в качестве проводника чего-л.).
Middle Liddell
ὄχημα, ατος, τό,
I. anything that bears or supports, γῆς ὄχημα, stay of earth, = γαιήοχος, Eur.
II. a carriage, a chariot, Lat. vehiculum, Hdt., Soph., Eur.
2. of ships, but mostly with some addition, λινόπτερα ναυτίλων ὄχ. Aesch.; ὄχ. ναός Soph.
3. of animals that are ridden, ὄχημα κανθάρου a riding beetle (as we say a riding-horse), Ar.