παράβυστος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παράβυστος -ον [παραβύω] weggestopt, verborgen:. ἐν παραβύστῳ in een verborgen hoekje Luc. 38.17. | |elnltext=παράβυστος -ον [παραβύω] weggestopt, verborgen:. ἐν παραβύστῳ in een verborgen hoekje Luc. 38.17. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παράβυστος]], ον,<br />stuffed in: pushed aside or [[into]] a [[corner]], ἐν παραβύστῳ in a [[corner]], Dem. [from [[παραβύω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A stuffed or forced in, of a self-invited guest, Tim.Com.1, cf. Ath.6.257a; ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Plu.2.617f; π. κλίνη a small or supplementary couch, Poll.3.43, Harp., Hsch., Suid. II pushed aside or into a corner: τὸ π. (sc. δικαστήριον), an Athenian law-court lying in an obscure part of the town (where οἱ ἕνδεκα held their sittings, Harp.), Timocl.26, Paus.1.28.8, dub. in Lys.Fr.322 S. 2 metaph., ἐν παραβύστῳ in a hole and corner, D.24.47, Arist.Top.157a4, Luc.Nec.17, Zos.Alch. p.242 B.
German (Pape)
[Seite 473] daneben eingestopft, eingeschoben, κλίνη, VLL., s. Poll. 3, 43. – Bes. τὸ παράβυστον, sc. δικαστήριον, ein Gerichtshof in Athen, der in einem wenig besuchten Theile der Stadt lag, in welchem die ἕνδεκα geheime Gerichtssitzungen hielten, Harpocrat., der auch Timocl. com. anführt; vgl. Paus. 1, 28, 8; – ἐν παραβύστῳ, insgeheim, im Verborgenen, im Ggstz von εἰς τὴν βουλήν u. εἰς τὸν δῆμον εἰπεῖν, Dem. 24, 47; vgl. Arist. top. 8, 1 u. Luc. Nec. 17. – Bei Tische von den Parasiten, die sich uneingeladen eindrängen, gebraucht, Timoth. com. bei Ath. VI, 243 e, vgl. 257 a u. Plut. Symp. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράβυστος: -ον, (παραβύω) ἐπὶ αὐτοκλήτου συνδαιτυμόνος, ὅστις ἔρχεται καὶ παρεισδύεται μεταξὺ τῶν δειπνούντων, Τιμόθεος Κωμικ. ἐν «Κυναρίω» 1, πρβλ. Ἀθήν. 257Α· οὕτως, ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Πλούτ. 2. 617Ε· παράβυστος κλίνη, «καὶ δὴ καὶ κλίνη τις ὠνομάζετο γαμική, καὶ ἑτέρα παράβυστος, ἣ καὶ αὐτὴ στρώννυται ἐν τῷ δωματίῳ ὑπὲρ τοῦ τὴν παῖδα μὴ ἀθυμήσαι, ὡς Ὑπερείδης ἔφη» Πολυδ. Γ΄, 43· «ἐκαλεῖτο δὲ τὶς ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ κλίνη παράβυστος, ἧς μέμνηται καὶ Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους» Σουΐδ., Ἀρποκρ. (Ἀποσπ. Ὑπερειδ. 144 Blass). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράβυστον· μικρὸν κλινίδιον παρατιθέμενον τῇ μεγάλη». ΙΙ. ὁ εἰς γωνίαν ἢ παράμερον τόπον ὠσθείς, χωθείς, τὸ παράβυστον (ἐξυπακ. δικαστήριον), οὕτως ἐκαλεῖτὸ τι τῶν παρ’ Ἀθηναίοις δικαστηρίων, ἐν ᾧ ἐδίκαζον οἱ ἕνδεκα, ὅπερ ἦτο μικρὸν καὶ ἐν ἀφανεῖ τινι χώρῳ, Ἀρποκρ., Λυτ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 121, Παυσ. 1. 28, 8. 2) μεταφορ., ἐν παραβύστῳ, ἐν γωνίᾳ, ἐν κρυπτῷ, Δημ. 715. 20, Ἀριστ. τοπ. 8. 1, 17, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
introduit auprès de ; ὁ παράβυστος parasite, intrus.
Étymologie: παραβύω.
Greek Monolingual
-ο / παράβυστος, -ον, ΝΜΑ παραβύω
φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» — σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά
αρχ.
1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του πρωτοβουλία
2. αυτός που έχει χωθεί πίσω από γωνία, που έχει κρυφτεί σε απόμερο τόπο, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράβυστον
α) δικαστήριο της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας όπου δίκαζαν οι ένδεκα, δηλαδή οι αντιπρόσωποι τών δέκα φυλών και ο γραμματέας τους, και το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν μικρό και βρισκόταν σε απόκρυφο μέρος
β) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸν κλινίδιον παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ»
γ) (γενικά) απόκρυφος τόπος
3. φρ. α) «παράβυστος κλίνη» — μικρή ή συμπληρωματική κλίνη
β) «ἐκ παραβύστου κάθημαι» — παρακάθημαι σε δείπνο χωρίς να έχω προσκληθεί, αυτοκλήτως.
Greek Monotonic
παράβυστος: -ον, παραγεμισμένος, χωμένος ανάμεσα σε κάτι· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε γωνία, ἐν παραβύστῳ, στριμωγμένος μέσα σε γωνία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παράβυστος: ὁ втершийся или втирающийся, непрошенный гость: ἐκ παραβύστου καθήμενος Plut. сидя(щий) вместе с незваными гостями.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράβυστος -ον [παραβύω] weggestopt, verborgen:. ἐν παραβύστῳ in een verborgen hoekje Luc. 38.17.
Middle Liddell
παράβυστος, ον,
stuffed in: pushed aside or into a corner, ἐν παραβύστῳ in a corner, Dem. [from παραβύω