κρουνός: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(2) |
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρουνός:''' ὁ<b class="num">1)</b> родник, источник, ключ (καλλιρροος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> обильная струя, поток (κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; [[ὕδατος]] Arst.): κρουνοὶ Ἁφαίστοιο Pind. потоки Гефеста, т. е. огненной лавы; τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. давать волю потоку (красноречия). | |elrutext='''κρουνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> родник, источник, ключ (καλλιρροος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> обильная струя, поток (κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; [[ὕδατος]] Arst.): κρουνοὶ Ἁφαίστοιο Pind. потоки Гефеста, т. е. огненной лавы; τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. давать волю потоку (красноречия). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">source, well head, stream, torrent</b>, also as GN (Il.).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">Ἐννεά-κρουνος</b> name of a source on the Hymettos (Hdt., Th.).<br />Derivatives: Diminut. <b class="b3">κρουνίον</b> (Hdn.), <b class="b3">-ίσκος</b> (sch.); further <b class="b3">κρουν-εῖον</b> a cup (Kom.), <b class="b3">-ωμα</b> [[flood]] (Emp. 6, 3), <b class="b3">-ίτιδες</b> (<b class="b3">νύμφαι</b>, Orph.), <b class="b3">-ηδόν</b> <b class="b2">source-like</b> (LXX, Ph.); <b class="b3">κρουνίζω</b>, <b class="b3">-ομαι</b> <b class="b2">issue a stream, resp. catch</b> (com.) with <b class="b3">-ισμός</b> [[flood]], [[douche]] (Aq., medic.), <b class="b3">-ισμα</b> [[stream]], <b class="b3">-ισμάτιον</b> <b class="b2">small gushing, small spout</b> (Hero). - <b class="b3">κροῦναι κρῆναι τέλειαι</b> H.<br />Origin: IE [Indo-European] [??] <b class="b2">*kros-</b> [[wave]], [[flood]]<br />Etymology: Prob. from <b class="b3">*κροσνός</b> to <b class="b3">κρήνη</b>, s. v. | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">source, well head, stream, torrent</b>, also as GN (Il.).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">Ἐννεά-κρουνος</b> name of a source on the Hymettos (Hdt., Th.).<br />Derivatives: Diminut. <b class="b3">κρουνίον</b> (Hdn.), <b class="b3">-ίσκος</b> (sch.); further <b class="b3">κρουν-εῖον</b> a cup (Kom.), <b class="b3">-ωμα</b> [[flood]] (Emp. 6, 3), <b class="b3">-ίτιδες</b> (<b class="b3">νύμφαι</b>, Orph.), <b class="b3">-ηδόν</b> <b class="b2">source-like</b> (LXX, Ph.); <b class="b3">κρουνίζω</b>, <b class="b3">-ομαι</b> <b class="b2">issue a stream, resp. catch</b> (com.) with <b class="b3">-ισμός</b> [[flood]], [[douche]] (Aq., medic.), <b class="b3">-ισμα</b> [[stream]], <b class="b3">-ισμάτιον</b> <b class="b2">small gushing, small spout</b> (Hero). - <b class="b3">κροῦναι κρῆναι τέλειαι</b> H.<br />Origin: IE [Indo-European] [??] <b class="b2">*kros-</b> [[wave]], [[flood]]<br />Etymology: Prob. from <b class="b3">*κροσνός</b> to <b class="b3">κρήνη</b>, s. v. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 4 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A spring, well head, whence streams (πηγαί) issue, Il.22.147, 208; χείμαρροι ποταμοὶ . . κρουνῶν ἐκ μεγάλων 4.454, cf. Pi.O.13.63, Men. 530.22, PLond.3.1177.290 (ii A. D.), etc.; κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ S. Tr.14. 2 metaph., κ. αἵματος E.Rh.790, cf. Hec.568; κρουνοὶ Ἁφαίστοιο streams of lava from Etna, Pi.P.1.25; of streaming perspiration, Hp.Aph.7.85, Lib.Ep.316.3: metaph., torrent of words, θαρρῶν τὸν κ. ἀφίει Ar.Ra.1005. 3 watercourse, Str.5.3.8. 4 spout, nozzle, Hero Spir.2.25, al.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, (verwandt mit κρήνη u. mit κρούω), der Spring, Quell, Springbrunnen, wo das Wasser stark u. mit Geräusch hervordringt; καλλίῤῥοος Il. 22, 147; Quelle der Giesbäche, 4, 452; Pind. Ol. 13, 61, der auch κρουνοὺς Ἡφαίστου δεινοτάτους ἀναπέμπει von Feuerströmen des Aetna sagt, P. 1, 25; αἵαατος Eur. Rhes. 790; auch vom Strom der Rede, θαῤῥῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει Ar. Ran. 1005. – Canal od. Brunnen, Strab. VIII, 343. – Auch der Hahn an einem Gefäße, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνός: -οῦ, ὡς τὸ κρήνη, ἡ πρώτη πηγή, ἐξ ἧς λαμβάνουσι τὴν ἀρχὴν αἱ πηγαί, Ἰλ. Χ. 147, 208 (πρβλ. πηγή)· χείμαρροι ποταμοί... κρουνῶν ἐκ μεγάλων Δ. 454, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 90· κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ Σοφ. Τρ. 14· κρουνὸς αἵματος Εὐρ. Ρῆσ. 790, πρβλ. Ἑκ. 568· οὕτω, κρουνοὶ Ἡφαίστου, ῥεύματα «λάβας» ἐκ τῆς Αἴτνης, Πινδ. Π. 1. 48· ἐπὶ ἀφθόνως ῥέοντος ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ― χείμαρρος λόγων, θαρρῶν τὸν κρ. ἀφίει Ἀριστοφ. Βάτρ. 1005. 2) ὀχετὸς ὕδατος, Στράβ. 235, 343.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jet d’une source ; source, fontaine.
Étymologie: cf. κρήνη.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κρουνός
1 spring ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (i. e. τοῖς ῥεύμασι τῆς Πειρήνης. Σ.) (O. 13.63) met., κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.25)
Greek Monolingual
ο (AM κρουνός)
1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση
2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ' ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ' Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)
νεοελλ.
βρύση, κρήνη
αρχ.
1. κεφαλόβρυσο, κύρια πηγή
2. ρεύμα νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουνός < IE krosno-, με σίγηση του -s- και αντέκταση
συνδέεται με γερμανικές λ. που σημαίνουν «κύμα, κρουνός» (πρβλ. αρχ. νορβ. hronn, αγγλοσαξ. hroen, hoern). Για την πιθανή σύνδεση της λ. κρουνός με τον τ. κρήνη βλ. λ.
ΠΑΡ. κρουνηδόν
αρχ.
κρουναίος, κρουνείον, κρουνία, κρουνίζω, κρουνίσκος, κρουνίτης, κρούνωμα
αρχ.-μσν.
κρουνίον
νεοελλ.
κρουνιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρουνοχυτρολήραιος. (Β συνθετικό) δίκρουνος, εννεάκρουνος, πολύκρουνος
νεοελλ.
μονόκρουνος].
Greek Monotonic
κρουνός: -οῦ, ὁ, βρύση, πηγή, στόμιο πηγαδιού, απ' όπου εκρέουν οι πηγές (πηγαί), σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, κρουνοὶ Ἡφαίστου, ποτάμια λάβας από την Έτνα, σε Πίνδ.· μεταφ., χείμαρρος λόγων, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρουνός -οῦ, ὁ bron, fontein:; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς δεινοτάτους de meest verschrikkelijke fonteinen van Hephaestus Pind. P. 1.25; κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ fonteinen van bronwater stroomden overal Soph. Tr. 14; overdr.: θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει laat je fontein (van woorden) maar rustig spuiten Aristoph. Ran. 1005.
Russian (Dvoretsky)
κρουνός: ὁ
1) родник, источник, ключ (καλλιρροος Hom.);
2) обильная струя, поток (κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; ὕδατος Arst.): κρουνοὶ Ἁφαίστοιο Pind. потоки Гефеста, т. е. огненной лавы; τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. давать волю потоку (красноречия).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: source, well head, stream, torrent, also as GN (Il.).
Compounds: Compp., e.g. Ἐννεά-κρουνος name of a source on the Hymettos (Hdt., Th.).
Derivatives: Diminut. κρουνίον (Hdn.), -ίσκος (sch.); further κρουν-εῖον a cup (Kom.), -ωμα flood (Emp. 6, 3), -ίτιδες (νύμφαι, Orph.), -ηδόν source-like (LXX, Ph.); κρουνίζω, -ομαι issue a stream, resp. catch (com.) with -ισμός flood, douche (Aq., medic.), -ισμα stream, -ισμάτιον small gushing, small spout (Hero). - κροῦναι κρῆναι τέλειαι H.
Origin: IE [Indo-European] [??] *kros- wave, flood
Etymology: Prob. from *κροσνός to κρήνη, s. v.