Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταδήμιος:'''<br /><b class="num">1)</b> находящийся среди (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ [[Ἣφαιστος]] μ. Hom. Гефеста нет еще дома;<br /><b class="num">2)</b> постигающий народные массы, народный ([[κακόν]] Hom.).
|elrutext='''μεταδήμιος:'''<br /><b class="num">1)</b> находящийся среди (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ [[Ἣφαιστος]] μ. Hom. Гефеста нет еще дома;<br /><b class="num">2)</b> постигающий народные массы, народный ([[κακόν]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετα-[[δήμιος]], ον [[δῆμος]]<br />in the [[midst]] of or [[among]] the [[people]], in the [[country]], Od.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδήμιος Medium diacritics: μεταδήμιος Low diacritics: μεταδήμιος Capitals: ΜΕΤΑΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: metadḗmios Transliteration B: metadēmios Transliteration C: metadimios Beta Code: metadh/mios

English (LSJ)

ον, (δῆμος)

   A in the midst of or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; οἶνος μ., = ἐπιχώριος, D.P. 744.

German (Pape)

[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui existe ou se répand parmi le peuple;
2 qui est dans le pays ou du pays.
Étymologie: μετά, δῆμος.

English (Autenrieth)

(δῆμος): among the people, in the community, Od. 13.46; at home, Od. 8.293.

Greek Monolingual

μεταδήμιος και μετάδημος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο
3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επι-δήμιος, παν-δήμιος.

Greek Monotonic

μεταδήμιος: -ον (δῆμος), στη μέση ή μεταξύ ανθρώπων, στην πατρίδα του, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μεταδήμιος:
1) находящийся среди (своих) людей, т. е. дома: οὐ γὰρ ἔθ᾽ Ἣφαιστος μ. Hom. Гефеста нет еще дома;
2) постигающий народные массы, народный (κακόν Hom.).

Middle Liddell

μετα-δήμιος, ον δῆμος
in the midst of or among the people, in the country, Od.