θεοστυγής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(1ab)
(c1)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεο-στῠγής, ές [[στύγος]]<br />[[hated]] of the gods, Eur.: [[hated]] of God, NTest.
|mdlsjtxt=θεο-στῠγής, ές [[στύγος]]<br />[[hated]] of the gods, Eur.: [[hated]] of God, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qeostug»j 帖哦-士替給士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':神(安置者)-痛恨(者)<p>'''字義溯源''':怨恨神的;由([[θεός]])*=神)與([[στυγητός]])=怨恨的)組成;而 ([[στυγητός]])出自([[στυγνάζω]])X*=恨惡)<p/>'''出現次數''':總共(1);羅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 怨恨神的(1) 羅1:30
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοστῠγής Medium diacritics: θεοστυγής Low diacritics: θεοστυγής Capitals: ΘΕΟΣΤΥΓΗΣ
Transliteration A: theostygḗs Transliteration B: theostygēs Transliteration C: theostygis Beta Code: qeostugh/s

English (LSJ)

ές,

   A hated of the gods, E.Tr.1213, Cyc.602, Poll.1.21; hated of God, Ep.Rom.1.30 (where some take it Act., hating God).

German (Pape)

[Seite 1198] ές, 1) Gott verhaßt, θήρ Eur. Cycl. 598, vgl. Tr. 1213. – 2) Gott hassend, N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοστῠγής: -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, θεομισής, Εὐρ. Τρῳ. 1213, Κύκλ. 602· μισούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 30 (ἔνθα ἐκλαμβάνουσί τινες αὐτὸ ὡς ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 haï des dieux;
2 haïssable à Dieu, impie.
Étymologie: θεός, στυγέω.

English (Strong)

from θεός and the base of στυγνητός; hateful to God, i.e. impious: hater of God.

English (Thayer)

θεοστυγες (Θεός and στυγέω; cf. θεομισής, θεομυσής, and the substantive, θεοστυγία, omitted in the lexamples, Clement of Rome, 1 Corinthians 35,5 [ET]), hateful to God, exceptionally impious and wicked; (Vulg. deo odibilis): Euripides, Troad. 1213and Cyclop. 396,602; joined with ἄδικοι in Clement. hom. 1,12, where just before occurs οἱ Θεόν μισοῦντες). Cf. the full discussion of the word by Fritzsche, Commentary on Romans , i., p. 84ff; (and see Winer's Grammar, 53 f (53)).

Greek Monolingual

-ές (AM θεοστυγής, -ές)
αυτός τον οποίο μισεί ο θεός (ή μισούν οι θεοί), ο θεομίσητος
αρχ.
αυτός που μισεί τον θεό.
επίρρ...
θεοστυγώς
με θεομίσητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + στύγος «μίσος»].

Greek Monotonic

θεοστῠγής: -ές (στύγος),
I. μισητός από τους θεούς, σε Ευρ.
II. ο μισητός από το Θεό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

θεοστῠγής:
1) ненавистный богам, т. е. гнусный (θήρ Eur.);
2) ненавидящий бога NT.

Middle Liddell

θεο-στῠγής, ές στύγος
hated of the gods, Eur.: hated of God, NTest.

Chinese

原文音譯:qeostug»j 帖哦-士替給士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:神(安置者)-痛恨(者)

字義溯源:怨恨神的;由(θεός)*=神)與(στυγητός)=怨恨的)組成;而 (στυγητός)出自(στυγνάζω)X*=恨惡)

出現次數:總共(1);羅(1)

譯字彙編

1) 怨恨神的(1) 羅1:30