ἕστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἕστωρ]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλικό [[τεμάχιο]] κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως [[πόλος]] για την [[περιστροφή]] του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσσαλος]] στο [[άκρο]] του ρυμού του ζυγού, ο [[οποίος]] φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά [[ηνία]] («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο [[πάνω]] στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο [[άκρο]] του ρυμού, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται [[πιθανώς]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wers</i>- «υπερυψωμένος [[τόπος]]» με [[επίθημα]] -<i>tor</i>- (&GT; αρχ. ελλ. -<i>τωρ</i>) [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vars</i>-<i>man</i> «[[γήλοφος]], ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. [[έκτωρ]] οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. <i>έχω</i>: <i>σχειν</i> &GT; <i>έσχτωρ</i> &GT; [[έστωρ]] και [[έκτωρ]]. Ξενίζει [[πάντως]] το [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> σε [[ονομασία]] αντικειμένου όπου θα περίμενε [[κανείς]] το -<i>τηρ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἕστωρ]], <i>ὁ</i> (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ο [[ιδρυτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[ἕστωρ]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλικό [[τεμάχιο]] κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως [[πόλος]] για την [[περιστροφή]] του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάσσαλος]] στο [[άκρο]] του ρυμού του ζυγού, ο [[οποίος]] φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά [[ηνία]] («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο [[πάνω]] στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο [[άκρο]] του ρυμού, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται [[πιθανώς]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wers</i>- «υπερυψωμένος [[τόπος]]» με [[επίθημα]] -<i>tor</i>- (&GT; αρχ. ελλ. -<i>τωρ</i>) [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>vars</i>-<i>man</i> «[[γήλοφος]], ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. [[έκτωρ]] οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. <i>έχω</i>: <i>σχειν</i> &GT; <i>έσχτωρ</i> &GT; [[έστωρ]] και [[έκτωρ]]. Ξενίζει [[πάντως]] το [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> σε [[ονομασία]] αντικειμένου όπου θα περίμενε [[κανείς]] το -<i>τηρ</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἕστωρ]], <i>ὁ</i> (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ο [[ιδρυτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστωρ Medium diacritics: ἕστωρ Low diacritics: έστωρ Capitals: ΕΣΤΩΡ
Transliteration A: héstōr Transliteration B: hestōr Transliteration C: estor Beta Code: e(/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 (v.l. ἕκτορι), Aristobul.7 J.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, κρίκος, gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder ἵημι, vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. ἕκτωρ von ἔχω, der Haltnagel.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
cheville qui tient le joug attaché au timon.
Étymologie: ἕζομαι ; sel. d’autres ἕκτωρ, de ἔχω.

English (Autenrieth)

ορος: bolt at the end of the pole of a chariot, yoke-pin, Il. 24.272†. (See cut; cf. also No. 46.)

Greek Monolingual

(I)
ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].
(II)
ἕστωρ, (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].

Greek Monotonic

ἕστωρ: -ορος, ὁ, ξυλόπροκα στην άκρη πασσάλου, που διαπερνά το άρμα και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο (κρίκος), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἕστωρ: ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: founder (IUrb.Rom. 1155.88)
Origin: IE [Indo-European] [884] *sed- sit
Etymology: From ἔζομαι.
-ορος
Grammatical information: m.
Meaning: peg at the end of a chariot pole (Ω 272, v. l. ἕκτορι after ἔχειν; Aristobul.).
Etymology: Unexplained; on the formation Benveniste Noms d'agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. with hypotheses. Acc. to Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq with Add. et corr.) with ὕσταξ πάσσαλος κεράτινος H. from *u̯ers-tor-, to Skt. várṣ-man- height, hill etc. Othe proposals in WP. 1,267: from ἕκτωρ after σχ-εῖν for *ἕσχτωρ reshaped?; in Schwyzer 531 n. 12: to ἵζω as who sets?

Middle Liddell

ἕστωρ, ορος,
a peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκοσ) affixed, Il. [deriv. uncertain]