γλαφυρία: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(1a) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />[[smoothness]], [[polish]], Plut. | |mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />[[smoothness]], [[polish]], Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γλαφυρία]] -ας, ἡ [[γλαφυρός]] subtiliteit, verfijning. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le poli (d’un métal, d’un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
•plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.
Greek Monolingual
γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.
Greek Monotonic
γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γλᾰφῠρία: ἡ тж. pl.
1) тщательная отделка, изящество (sc. τῶν κιόνων Plut.);
2) культурность, воспитанность, тонкость, учтивость (γ. καὶ πιθανότης Plut.).
Middle Liddell
[from γλαφυρός
smoothness, polish, Plut.