δροσώδης: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drosodis | |Transliteration C=drosodis | ||
|Beta Code=drosw/dhs | |Beta Code=drosw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">dewy, moist</b>, κύπειρος <span class="bibl">Pherecr.109</span>; λιβάς <span class="bibl">Antiph. 52.13</span>; κρεάδια <span class="bibl">Alex.124.12</span>; ἱδρώς Plu.2.695c; <b class="b3">δ. ὕδατος νοτίς</b> a spring of | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">dewy, moist</b>, κύπειρος <span class="bibl">Pherecr.109</span>; λιβάς <span class="bibl">Antiph. 52.13</span>; κρεάδια <span class="bibl">Alex.124.12</span>; ἱδρώς Plu.2.695c; <b class="b3">δ. ὕδατος νοτίς</b> a spring of [[fresh]] water, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>705</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ες,
A dewy, moist, κύπειρος Pherecr.109; λιβάς Antiph. 52.13; κρεάδια Alex.124.12; ἱδρώς Plu.2.695c; δ. ὕδατος νοτίς a spring of fresh water, E.Ba.705.
German (Pape)
[Seite 668] ες, = δροσοειδής; κύπειρος Phereer. bei Ath. XV, 685 a; μέτωπον Anacr. 16, 9; in Prosa öfter, = δροσερός, z. B. Plut. Qu. nat. 5.
Greek (Liddell-Scott)
δροσώδης: -ες, ὅμοιος δρόσῳ, δροσερός, ὑγρός, Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος νοτίς, πηγή, Εὐρ. Βάκχ. 704.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à de la rosée.
Étymologie: δρόσος, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [plu. ac. δροσώδεας Gr.Naz.M.37.1492]
I 1cubierto de rocío κύπειρος Pherecr.114.2, πέτραι Gal.12.57, ταρσός ... ὀρνίθων Babr.124.18, fig. de un guiso de carne jugosa τὰ κρεᾴδια ... ἔγχυλα ... καὶ δροσώδη Alex.129.12.
2 en forma de rocío, consistente en rocío τὸ δροσῶδες ὑγρόν Plu.2.913e, ἀτμὶς ἀναχεῖται τῷ περιέχοντι δ. op. νεφελώδης, ὁμιχλώδης, ὀρφνώδης Adam.Vent.33.13, ψεκάδες Gr.Nyss.Hom.in Cant.326.10
•como rocío, que forma gotas ἱδρώς Plu.2.695c.
3 fresco, cristalino δ. ὕδατος ... νοτίς E.Ba.705
•cristalino, consistente en agua λιβάς Antiph.55.13.
II fig.
1 refrescante γίνεται ἡμῖν ... δ. ὁ βίος διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς σκιαδείων Gr.Nyss.Hom.in Cant.53.2.
2 tierno, joven ἁπαλὸν ... καὶ δροσῶδες ... μέτωπον Anacreont.17.9
•subst. ὁ δ. niño, niña θρέψας ἐν θαλάμοισι δροσώδεας criando en la casa a las niñas Gr.Naz.l.c.
Greek Monolingual
-ες (Α δροσώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με δροσιά, δροσερός, υγρός.
Greek Monotonic
δροσώδης: -ες (εἶδος), δροσερός, υγρός, νοτισμένος, βρεγμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δροσώδης:
1) похожий на росу (ὕδατος νοτίς Eur.; ἱδρώς Plut.);
2) свежий, нежный (μέτωπον Anacr.).