ἰόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[ίον]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιώδης]], [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαύρος]] («ἰόεντα [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἰόεις]], -εσσα, -εν (Α) [<i>ιός</i> (III)]<br />[[ιοειδής]] (II), αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]], («ἰόεσσαι ἄκανθαι», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[ίον]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιώδης]], [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαύρος]] («ἰόεντα [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[ἰόεις]], -εσσα, -εν (Α) [<i>ιός</i> (III)]<br />[[ιοειδής]] (II), αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]], («ἰόεσσαι ἄκανθαι», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόεις Medium diacritics: ἰόεις Low diacritics: ιόεις Capitals: ΙΟΕΙΣ
Transliteration A: ióeis Transliteration B: ioeis Transliteration C: ioeis Beta Code: i)o/eis

English (LSJ)

[ῐ], εσα, εν, (ἴον)

   A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171.    II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].

German (Pape)

[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.

French (Bailly abrégé)

1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.

English (Autenrieth)

εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.

Greek Monolingual

(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).

Greek Monotonic

ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰόεις: ἰόεσσα, ἰόεν ἴον темно-синий, темный (σίδηρος Hom.).

Middle Liddell

ἰόεις, εσσα, εν [ἴον]
violet-coloured, dark, Il.