σύσσωμος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(1b) |
(c2) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σύσ-σωμος, ον, [[σῶμα]]<br />united in one [[body]], NTest. | |mdlsjtxt=σύσ-σωμος, ον, [[σῶμα]]<br />united in one [[body]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':sÚsswmoj 需士-所摩士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':共同-身體<p>'''字義溯源''':同為一體;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[σῶμα]])=身體)組成,而 ([[σῶμα]])出自([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救), ([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])出自([[σωρεύω]])X*=穩妥)<p/>'''出現次數''':總共(1);弗(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 同為一體(1) 弗3:6 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A united in one body, Ep.Eph.3.6.
German (Pape)
[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.
English (Strong)
from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.
English (Thayer)
(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. έν-σωμος].
Greek Monotonic
σύσσωμος: -ον (σῶμα), συνενωμένος σ' ένα σώμα, συσσωματωμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σύσσωμος: составляющий (с кем-л.) одно тело (ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.
Middle Liddell
σύσ-σωμος, ον, σῶμα
united in one body, NTest.
Chinese
原文音譯:sÚsswmoj 需士-所摩士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-身體
字義溯源:同為一體;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σῶμα)=身體)組成,而 (σῶμα)出自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救), (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 同為一體(1) 弗3:6