σωρεύω: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σωρεύω:''' <b class="num">1)</b> нагромождать, наваливать (τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT);<br /><b class="num">2)</b> накапливать (πλοῦτον Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> заваливать (αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.): σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT отягощенный грехами;<br /><b class="num">4)</b> густо увешивать (αὐχένας στέμμασι Anth.). | |elrutext='''σωρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> нагромождать, наваливать (τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT);<br /><b class="num">2)</b> накапливать (πλοῦτον Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> заваливать (αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.): σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT отягощенный грехами;<br /><b class="num">4)</b> густо увешивать (αὐχένας στέμμασι Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:05, 10 January 2019
English (LSJ)
A heap one thing on another, τι πρός τι Arist.Rh.1390b18; ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150; ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6; ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22, Ep.Rom. 12.20; περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33; νεκρούς D.S.12.62; πλοῦτον Id.1.62, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—Pass., Arist.GC325b22, Plb.16.11.4; οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr.480. II heap with something, c. gen., αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9: c. dat., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9; αὐχένας στέμμασι AP7.233 (Apollonid.): metaph., γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6.
German (Pape)
[Seite 1060] häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).
Greek (Liddell-Scott)
σωρεύω: μέλλ. -εύσω, (σωρὸς) ὡς καὶ νῦν, σωρεύω, ἐπισωρεύω πολλὰ πράγματα τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λατ. coarcervare, τι πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 2. 15, 2· τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 10. 41· ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 20· τι περί τι Πλουτ. Πελοπ. 31· σ. γῆν, ἐπισωρεύω, Πολύβ. 16. 11, 4· νεκροὺς Διόδ. 12, 62· πλοῦτον ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. 5. 46. - Παθ., Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12. ΙΙ. καλύπτω μέ τι κατὰ σωρούς, μετὰ γεν., σ. αἰγιαλὸν νεκρῶν Πολύβ. 16. 8, 9· μετὰ δοτ., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Ἡρῳδιαν. 4, 8· αὐχένας στέμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 233.
French (Bailly abrégé)
entasser, amonceler, acc..
Étymologie: σωρός.
English (Strong)
from another form of σορός; to pile up (literally or figuratively): heap, load.
English (Thayer)
future σωρεύσω; perfect passive participle σεσωρευμενος; (σωρός, a heap); (from Aristotle down); to heap together, to heap up: τί ἐπί τί, ἀνθρξ); τινα τίνι, to overwhelm one with a heap of anything: tropically, ἁμαρτίαις, to load one with the consciousness of many sins, passive, ἐπισωρεύω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ σωρός
(κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ.
γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ
δ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς», Πολ.)
μσν.
μέσ. σωρεύομαι
(για πλήθος ανθρώπων) συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
αρχ.
1. καλύπτω με σωρό («λιβάνῳ τοὺς βωμοὺς ἐσώρευσεν», Ηρώδ.)
2. μτφ. επιβαρύνω, βαραίνω («γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις», ΚΔ).
Greek Monotonic
σωρεύω: μέλ. -εύσω (σωρός)·
I. στοιβάζω πολλά πράγματα το ένα επάνω στο άλλο, επισωρεύω, Λατ. coacervare, σε Αριστ., Κ.Δ.
II. καλύπτω κάτι με κάτι άλλο σε σωρούς, με δοτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σωρεύω:
1) нагромождать, наваливать (τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT);
2) накапливать (πλοῦτον Polyb.);
3) заваливать (αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.): σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT отягощенный грехами;
4) густо увешивать (αὐχένας στέμμασι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωρεύω [σωρός] opstapelen, ophopen.
Middle Liddell
σωρεύω, fut. -εύσω σωρός
I. to heap one thing on another, Lat. coacervare, Arist., NTest.
II. to heap with something, c. dat., Anth.