τριττύς: Difference between revisions
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b3">, ἡ</b>" to ", ἡ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trittys | |Transliteration C=trittys | ||
|Beta Code=trittu/s | |Beta Code=trittu/s | ||
|Definition=ύος | |Definition=ύος, ἡ (written τριτύς in Tim.<span class="title">Lex.</span>, Hsch.), Att. acc. pl. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> τριττῦς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>21.3</span>, cf. Harp.:—<b class="b2">the number three</b>, Hsch., Phot.:— <b class="b3">νικᾶν τριττύν</b> win <b class="b2">three victories</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>33</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">sacrifice of three animals</b>, used specially on making solemn oaths,—boar, goat, and ram, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>820</span>; bull, boar, and ram, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>403</span>; bull, goat, and boar, <span class="bibl">Ister 34</span>; two sheep and an ox, <span class="bibl">Epich.187</span> (v. <b class="b3">τριττύα</b>). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> at Athens, <b class="b2">a third of the</b> <b class="b3">φυλή</b>, <span class="title">IG</span>12.190.7, 884, al., <span class="bibl">D.14.23</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.30</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>21.3</span>: in form τριπτύς, <span class="title">IG</span>12(5).594 (Ceos, iv B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">third part of the</b> <b class="b3">πρυτάνεις</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Ath.</span>44.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:55, 17 January 2019
English (LSJ)
ύος, ἡ (written τριτύς in Tim.Lex., Hsch.), Att. acc. pl.
A τριττῦς Arist.Ath.21.3, cf. Harp.:—the number three, Hsch., Phot.:— νικᾶν τριττύν win three victories, Philostr.Gym.33. II sacrifice of three animals, used specially on making solemn oaths,—boar, goat, and ram, Sch.Ar.Pl.820; bull, boar, and ram, Call.Fr.403; bull, goat, and boar, Ister 34; two sheep and an ox, Epich.187 (v. τριττύα). III at Athens, a third of the φυλή, IG12.190.7, 884, al., D.14.23, Aeschin.3.30, Arist.Ath.21.3: in form τριπτύς, IG12(5).594 (Ceos, iv B. C.). 2 third part of the πρυτάνεις, Arist. Ath.44.1.
Greek (Liddell-Scott)
τριττύς: -ύος, ἡ, (φέρεται τριτὺς ἐν Τιμ. Λεξ. Πλάτ.), Ἀττ. πληθυντ. τριττῦς Ἁρπ.· - ὁ ἀριθμὸς τρία, τριάς, Λατιν. ternio, Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. ὡς τὸ τριττύα, θυσία τριῶν ζῴων μάλιστα ἐπὶ σεμνοπρεποῦς ὁρκωμοσίας, ὡς τὸ παρὰ Ρωμαίοις suovetaurilia, - θυσία κάπρου, τράγου καὶ κριοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 820· ταύρου, τράγου καὶ κριοῦ, Καλλ. Ἀποσπ. 403· ταύρου, τράγου καὶ κάπρου, Ἴστρ. παρὰ Φωτ.· δύο προβάτων καὶ βοός, Ἐπίχ. παρ’ Εὐστ. 1676. 37· πρβλ. Ὀδ. Λ. 131. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ τρίτον τῆς φυλῆς, Δημ. 184. 10, Αἰσχίν. 58. 8, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347, 349. (Ὁ Αἰολ. τύπος τριππὺς ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς τὸ Λατ. tribus, πρβλ. Δίωνος Κασσ. Ἀποσπ. 1. 1).
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
1 le nombre trois;
2 sacrifice de trois animaux (en particul. pour ratifier un serment solennel);
3 à Athènes le tiers d’une tribu (trittye) ; le tiers des prytanes.
Étymologie: τρεῖς.
Greek Monolingual
και τριτύς και δ. γρφ. τρικτύς, -ύος, η, ΜΑ, και αιολ. τ. τριπτύς Α
1. ο αριθμός τρία
2. η τριάδα
αρχ.
1. τριπλή θυσία, θυσία τριών ζώων
2. το ένα τρίτο κάθε φυλής του αθηναϊκού κράτους, που υπηρετούσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωση της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παρουσιάζει ποικιλία μορφών, που εμφανίζουν όλες επίθημα -τύς, το οποίο απαντά και σε άλλα ουσ. που προέρχονται από αριθμ. (πρβλ. μυριοσ-τύς). Ο τ. τρικτύς έχει σχηματιστεί είτε από θ. τρι-χ- με δασύ ουρανικό -χ- (πρβλ. τρισσός < τριχjος < τρίχα) είτε από θ. τρι-κ- με ψιλό ουρανικό -κ- (πρβλ. αρχ. ινδ. trika- «τριπλός»). Τέλος, ο τ. τριττύς είναι σχηματισμένος κατά το τριττός, αττ. τ. του τρισσός, ενώ δυσερμήνευτος παραμένει ο τ. τριπτύς].
Greek Monotonic
τριττύς: -ύος, ἡ,
I. ο αριθμός τρία, Λατ. ternie· κυρίως η θυσία τριων ζώων, κάπρου, τράγου και κριαριού, σε Αριστοφ.
II. στην Αθήνα, το ένα τρίτο τῆς φυλῆς, σε Δημ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
τριττύς: ύος ἡ (в Аттике) треть филы Dem., Aeschin., Arst.
Middle Liddell
τριττύς, ύος, ἡ,
I. the number three, Lat. ternio: esp. a sacrifice of three animals, a boar, goat, and ram, Ar.
II. at Athens, a third of the φυλή, Dem., Aeschin.