χερσόνησος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chersonisos
|Transliteration C=chersonisos
|Beta Code=xerso/nhsos
|Beta Code=xerso/nhsos
|Definition=ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος <span class="title">SIG</span>709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">peninsula</b>, <span class="bibl">Hdt. 4.12</span>, <span class="bibl">Th.6.97</span>, <span class="bibl">Str.16.2.10</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>6</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">island with a bridge to it</b>, <span class="bibl">Paus.5.24.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as pr. n., of various peninsulas, esp. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">the Chersonese</b>, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, <span class="bibl">Hdt.6.33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> the <b class="b2">Tauric Chersonese</b> or <b class="b2">Crimea</b>, <span class="bibl">Id.4.99</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> the peninsula between Epidaurus and Troezen, <span class="bibl">Th.4.42</span>.</span>
|Definition=ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος <span class="title">SIG</span>709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[peninsula]], <span class="bibl">Hdt. 4.12</span>, <span class="bibl">Th.6.97</span>, <span class="bibl">Str.16.2.10</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>6</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">island with a bridge to it</b>, <span class="bibl">Paus.5.24.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as pr. n., of various peninsulas, esp. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">the Chersonese</b>, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, <span class="bibl">Hdt.6.33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> the <b class="b2">Tauric Chersonese</b> or [[Crimea]], <span class="bibl">Id.4.99</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> the peninsula between Epidaurus and Troezen, <span class="bibl">Th.4.42</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:20, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόνησος Medium diacritics: χερσόνησος Low diacritics: χερσόνησος Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
Transliteration A: chersónēsos Transliteration B: chersonēsos Transliteration C: chersonisos Beta Code: xerso/nhsos

English (LSJ)

ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—

   A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc.    2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1.    II as pr. n., of various peninsulas, esp.    1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33.    2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc.    3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.

German (Pape)

[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) ; néo-att. χερρόνησος;
I. presqu’île, péninsule;
II. n. géogr.
1 la Chersonèse de Thrace (auj. péninsule de Gallipoli);
2 la Chersonèse Taurique (auj. Crimée);
3 abs. la Chersonèse, presqu’île entre Épidaure et Trézène (Méthana);
4χερσόνησος τῆς Βυβασσίης la Chersonèse de Bybassie.
Étymologie: χέρσος, νῆσος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χερρόνησος και χερόνησος και δωρ. τ. χερσόνασος και κυρην. τ. χέρνασος Α
τμήμα ξηράς που περιβρέχεται από θάλασσα και συνδέεται με την ηπειρωτική ακτή σε μια μόνο πλευρά
αρχ.
1. ως κύριο όν. ἡ Χερσόνησος και Χερρόνησος
ονομασία διαφόρων περιοχών, όπως της Θρακικής Χερσονήσου, της Ταυρικής, δηλαδή της Κριμαίας, της περιοχής μεταξύ Επιδαύρου και Τροιζήνας κ.ά., καθώς και πολλών πόλεων, όπως λ.χ. της Κρήτης, τών ακτών του Ευξείνου, της Σαρδηνίας, της Σικελίας, τών νήσων του Αιγαίου κ.ά.
2. νησί που συνδέεται με γέφυρα με την ηπειρωτική ακτή («ἡ δὲ καλουμένη χερσόνησός ἐστιν ἐπὶ τῇ ἠπείρῳ κειμένῃ νῆσος, γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος/χέρρος + νῆσος.

Greek Monotonic

χερσόνησος: μεταγεν., Αττ. χερρό-, ἡ,
I. γη που μοιάζει με νησί, δηλ. χερσόνησος σε Ηρόδ.
II. 1. ως κύριο όνομα, η Θρακική χερσόνησος, δηλ. η χερσόνησος της Θράκης που βρίσκεται κατά μήκος του Ελλησπόντου, σε Ηρόδ.· επίσης, η χερσόνησος του Ταύρου, η Κριμαία, σε Ηρόδ.· η χερσόνησος ανάμεσα στην Επίδαυρο και την Τροιζήνα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

χερσόνησος: новоатт. χερρόνησος ἡ полуостров Her. etc.

Middle Liddell


I. a land-island, i. e. a peninsula, Hdt.
II. as pr. n. the Chersonese, i. e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.:—also the Tauric Chersonese, Crimea, Hdt.; the peninsula between Epidaurus and Troezen, Thuc.