μείλιγμα: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(1ba) |
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μείλιγμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> средство утоления, способ смягчения (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение, радость, отрада: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;<br /><b class="num">3)</b> умилостивительная жертва (νερτέροις Aesch.). | |elrutext='''μείλιγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> средство утоления, способ смягчения (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение, радость, отрада: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;<br /><b class="num">3)</b> умилостивительная жертва (νερτέροις Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μείλιγμα]], ατος, τό, [[μειλίσσω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] that serves to [[soothe]], μειλίγματα θυμοῦ scraps to [[appease]] the [[hunger]] of dogs, Od.:—metaph., γλώσσης [[μείλιγμα]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> in pl. propitiations, atonements made to the [[dead]], Lat. [[inferiae]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> of a [[person]], a fondling, [[darling]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[soothing]] [[song]], Theocr. | |mdlsjtxt=[[μείλιγμα]], ατος, τό, [[μειλίσσω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] that serves to [[soothe]], μειλίγματα θυμοῦ scraps to [[appease]] the [[hunger]] of dogs, Od.:—metaph., γλώσσης [[μείλιγμα]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> in pl. propitiations, atonements made to the [[dead]], Lat. [[inferiae]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> of a [[person]], a fondling, [[darling]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[soothing]] [[song]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, (μειλίσσω)
A that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ scraps with which the master appeases the hunger of his dogs, Od.10.217; μειλίγματα προσφέρειν E.Fr.1053: sg., Nic.Fr.75: metaph., γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον A.Eu.886; μ. νούσου Nic.Th.896; λύπης Ph.2.28 (pl.); τῆς ὀργῆς Plu.Pomp.47; πλούτου μειλίγματα Epic.Oxy.1015.19. 2 pl., propitiatory offerings to the dead, A. Ch.15, Eu.107, Parth.12.1, Ant.Lib.25.5. 3 darling, fondling, Χρυσηΐδων μ., of Agamemnon, A.Ag.1439. II soothing song, λιγεῶν μειλίγματα Μουσέων Theoc.22.221. 2 pl., μ. θρασειῶν μεταφορῶν phrases which soften bold metaphors, Longin.32.3.
Greek (Liddell-Scott)
μείλιγμα: τό, (μειλίσσω) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καταπράϋνσιν, ἐν τῷ πληθ. μειλίγματα θυμοῦ, τὰ μειλίσσοντα καὶ καταπραΰνοντα τὴν πεῖναν τῶν κυνῶν, τεμάχια κρεῶν κ. τὰ τοιαῦτα, Ὀδ. Κ. 217· μειλίγματα προσφέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1040· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 51D· ― μεταφορ., γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Αἰσχύλ. Εὐμ. 886· μ. νόσου Νικ. Θ. 896· τῆς ὀργῆς Πλουτ. Πομπ. 47. 2) ἐν τῷ πληθ., ἱλαστήριοι προσφοραὶ πρὸς τοὺς νεκρούς, Λατιν. inferiae, Αἰσχύλ. Χο. 15, Εὐμ. 107· ὡσαύτως ἐναγίσματα. 3) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1439, ὁ Ἀγαμέμνων καλεῖται Χρυσηίδων μείλιγμα, δηλ. ὁ ἐραστὴς τῆς Χρυσηΐδος. ΙΙ. καταπραϋντικὸν ᾆσμα, Θεόκρ. 22. 221· ― ἐν τῷ πληθ., ἤπιοι λόγοι, Λογγῖν. 32. 3.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
tout ce qui adoucit, charme ou apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; particul. au plur. τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.
Étymologie: μειλίσσω.
2v. μέλιγμα.
English (Autenrieth)
ατος (μειλίσσω): that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ, things to appease the appetite, tid-bits, Od. 10.217†.
Greek Monolingual
το (Α μείλιγμα και μείλιχμα)
νεοελλ.
(λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν
αρχ.
1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση
2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για καταπράυνση του θυμού κάποιου
3. θεραπευτικό μέσο
4. στον πληθ. τὰ μειλίγματα
εξιλαστήρια θυσία
5. (για φαγητά) άρτυμα, καρύκευμα
6. γλυκό τραγούδι
7. (για τον Αγαμέμνονα) ο εραστής («χρυσηΐδων μείλιγμα τῶν ὑπ' Ἰλίῳ», Αισχύλ.)
8. ήπιοι λόγοι («μειλίγματα τῶν θρασειῶν μεταφορῶν», Λογγίν.).
Greek Monotonic
μείλιγμα: -ατος, τό (μειλίσσω),
I. 1. οτιδήποτε εξυπηρετεί στο να καταπραΰνει, μειλίγματα θυμοῦ, αποφάγια για να κατευνάσουν την πείνα των σκυλιών, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γλώσσης μείλιγμα, σε Αισχύλ.
2. στον πληθ., εξευμενισμοί, απότιση εξιλαστήριων τιμών στους νεκρούς, Λατ. inferiae, στο ίδ.
3. λέγεται για πρόσωπα, συμπαθητικός, αξιαγάπητος, στο ίδ.
II. κατευναστικό τραγούδι, σε Θεόκρ.
• μείλιγμα: τό,
I. τραγούδι, σε Μόσχ.
II. μικρός αυλός που χρησιμοποιείτο για να δίνει τον τόνο στον τραγουδιστή ή στο μουσικό όργανο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μείλιγμα: ατος τό
1) средство утоления, способ смягчения (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);
2) наслаждение, радость, отрада: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;
3) умилостивительная жертва (νερτέροις Aesch.).
Middle Liddell
μείλιγμα, ατος, τό, μειλίσσω
I. anything that serves to soothe, μειλίγματα θυμοῦ scraps to appease the hunger of dogs, Od.:—metaph., γλώσσης μείλιγμα Aesch.
2. in pl. propitiations, atonements made to the dead, Lat. inferiae, Aesch.
3. of a person, a fondling, darling, Aesch.
II. a soothing song, Theocr.