Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελῳδία: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
mNo edit summary
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μελῳδία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[singing]], chanting, Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[chant]], [[choral song]], Plat. from [[μελῳδός]]
|mdlsjtxt=[[μελῳδία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[singing]], chanting, Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[chant]], [[choral song]], Plat. from [[μελῳδός]]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[song]], [[tune]]
}}
}}

Revision as of 14:25, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδία Medium diacritics: μελῳδία Low diacritics: μελωδία Capitals: ΜΕΛΩΔΙΑ
Transliteration A: melōidía Transliteration B: melōdia Transliteration C: melodia Beta Code: melw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A singing, chanting, E.Rh.923, etc.    II chant, choral song, μελῳδίας ποιητής Pl.Lg.935e, cf. 812d; lullaby, ib.790e: generally, music, Phld.Mus.p.12 K.

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, das Singen, Eur. Rhes. 932; die Sangweise, Melodie, das lyrische Gedicht, Lied, ποιητῇ κωμῳδίας ἢ ἰάμβων ἢ μελῳδίας vrbdt Plat. Legg. XI, 935 c; τοῦ τὴν μελῳδίαν ξυνθέντος ποιητοῦ, VII, 812 d; auch κατὰ ὀρχήσεις ἢ κατὰ μελῳδίας, 794 e; Ath. XIV, 632; vom Gesange der Vögel, Luc. Philop. 3.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ᾄδειν μελῳδικῶς, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ρῆσ. 923, κτλ. II. ᾠδή, ᾆσμα χορικόν, αἱ λέξεις μετὰ τοῦ μουσικοῦ ἤχου, συνεποίεις [Εὐριπίδῃ] ... τὴν μ. Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 231b· μελῳδίας ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 812D, 935E, πρβλ. 790E. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελῳδία· ἡδυφωνία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant.
Étymologie: μελῳδός.

Greek Monolingual

η (ΑM μελῳδία) μελωδός
1. η αρμονία και ο ρυθμός με τον οποίο τραγουδιέται ένα ποίημα, μουσική σύνθεση
2. άσμα, τραγούδι
νεοελλ.
1. ρυθμική, ευχάριστη απαγγελία
2. γαλλικό έντεχνο τραγούδι του 19ου και του 20ού αιώνα με συνοδεία, κυρίως, πιάνου
μσν.
μουσικό όργανο
αρχ.
1. η μουσική
2. χορικό άσμα
3. νανούρισμα.

Greek Monotonic

μελῳδία: ἡ,
I. το να τραγουδά, να ψάλλει κάποιος, σε Ευρ.
II. ψαλμός, χορικό τραγούδι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδία:
1) пение: ἔρις μελῳδίας Eur. состязание в пении;
2) песня, напев, мелодия (ὀρχήσεις ἢ μελῳδίαι Plat.);
3) лирическая поэзия Plat.

Middle Liddell

μελῳδία, ἡ,
I. a singing, chanting, Eur.
II. a chant, choral song, Plat. from μελῳδός

English (Woodhouse)

song, tune

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)