δείγμα: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM δεῑγμα) [[δείκνυμι]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]] ή [[μέρος]] που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί [[αντίληψη]] για το όλο (α. «[[δείγμα]] υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «[[ὥσπερ]] δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω [[δείγμα]] για την [[κάθε]] [[περίπτωση]], όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[τεκμήριο]] (α. «[[δείγμα]] της μεγαλοφυΐας του [[είναι]]...» β. τοῦτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῦ» — [[αφού]] παρουσίασε αυτό το [[τεκμήριο]] γι' αυτόν<br />γ. «δείγματος [[ἕνεκα]]» — παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δείγμα]] [[γραφής]]» <br />α) [[απόσπασμα]] γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η [[πατρότητα]] ή η [[γνησιότητα]] εγγράφου ή επιστολής<br />β) [[απόσπασμα]] από το οποίο κρίνεται η [[ικανότητα]] ενός συγγραφέα<br />γ) [[ενέργεια]] ή [[απόφαση]] χαρακτηριστική για τη γενικότερη [[συμπεριφορά]], [[δράση]] ή [[ιδεολογία]] προσώπου, ομάδας, [[κόμματος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> «[[δείγμα]] [[άνευ]] αξίας» — [[φράση]] που επιγράφεται σε [[φάκελο]] ή [[δέμα]] το οποίο περιέχει [[δείγμα]] εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην του επιβληθεί [[δασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάγραμμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.
|mltxt=το (AM δεῑγμα) [[δείκνυμι]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]] ή [[μέρος]] που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί [[αντίληψη]] για το όλο (α. «[[δείγμα]] υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «[[ὥσπερ]] δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω [[δείγμα]] για την [[κάθε]] [[περίπτωση]], όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[τεκμήριο]] (α. «[[δείγμα]] της μεγαλοφυΐας του [[είναι]]...» β. τοῦτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῦ» — [[αφού]] παρουσίασε αυτό το [[τεκμήριο]] γι' αυτόν<br />γ. «δείγματος [[ἕνεκα]]» — παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δείγμα]] [[γραφής]]» <br />α) [[απόσπασμα]] γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η [[πατρότητα]] ή η [[γνησιότητα]] εγγράφου ή επιστολής<br />β) [[απόσπασμα]] από το οποίο κρίνεται η [[ικανότητα]] ενός συγγραφέα<br />γ) [[ενέργεια]] ή [[απόφαση]] χαρακτηριστική για τη γενικότερη [[συμπεριφορά]], [[δράση]] ή [[ιδεολογία]] προσώπου, ομάδας, [[κόμματος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> «[[δείγμα]] [[άνευ]] αξίας» — [[φράση]] που επιγράφεται σε [[φάκελο]] ή [[δέμα]] το οποίο περιέχει [[δείγμα]] εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην του επιβληθεί [[δασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχεδιάγραμμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sign]], [[specimen]], [[proof sign]]
}}
}}

Revision as of 15:30, 4 July 2020

Greek Monolingual

το (AM δεῑγμα) δείκνυμι
1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» — θα προσπαθήσω να παρουσιάσω δείγμα για την κάθε περίπτωση, όπως γίνεται με τα δείγματα τών καρπών)
2. παράδειγμα, τεκμήριο (α. «δείγμα της μεγαλοφυΐας του είναι...» β. τοῦτο τὸ δεῑγμα ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῦ» — αφού παρουσίασε αυτό το τεκμήριο γι' αυτόν
γ. «δείγματος ἕνεκα» — παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα)
νεοελλ.
φρ.
1. «δείγμα γραφής»
α) απόσπασμα γραπτού κειμένου με το οποίο αποδεικνύεται η πατρότητα ή η γνησιότητα εγγράφου ή επιστολής
β) απόσπασμα από το οποίο κρίνεται η ικανότητα ενός συγγραφέα
γ) ενέργεια ή απόφαση χαρακτηριστική για τη γενικότερη συμπεριφορά, δράση ή ιδεολογία προσώπου, ομάδας, κόμματος κ.λπ.
2. «δείγμα άνευ αξίας» — φράση που επιγράφεται σε φάκελο ή δέμα το οποίο περιέχει δείγμα εμπορικού αντικειμένου προκειμένου να μην του επιβληθεί δασμός
αρχ.
1. σχεδιάγραμμα
2. χώρος στον Πειραιά όπου οι έμποροι άπλωναν τα εμπορεύματά τους.

English (Woodhouse)

sign, specimen, proof sign

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)