ταπεινοφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
mNo edit summary
(c2)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰπεινοφροσύνη, ἡ,<br />[[lowliness]], [[humility]], NTest. [from τᾰπεινόφρων]
|mdlsjtxt=τᾰπεινοφροσύνη, ἡ,<br />[[lowliness]], [[humility]], NTest. [from τᾰπεινόφρων]
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':tapeinofrosÚnh 他胚挪-弗羅需尼<p>'''詞類次數''':名詞(8)<p>'''原文字根''':卑微-意向 共同<p>'''字義溯源''':心思謙卑,存心謙卑,謙卑態度,謙虛,謙遜,謙卑;由([[ταπεινός]])*=喪氣)與([[φρήν]])*=心思,隔膜)組成<p/>'''出現次數''':總共(7);徒(1);弗(1);腓(1);西(3);彼前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 謙卑(3) 徒20:19; 腓2:3; 彼前5:5;<p>2) 謙虛(3) 弗4:2; 西2:18; 西3:12;<p>3) 謙卑態度(1) 西2:23
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινοφροσύνη Medium diacritics: ταπεινοφροσύνη Low diacritics: ταπεινοφροσύνη Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tapeinophrosýnē Transliteration B: tapeinophrosynē Transliteration C: tapeinofrosyni Beta Code: tapeinofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A humility, Ep.Eph.4.2, al.; mean-spiritedness, J.BJ4.9.2, Arr.Epict.3.24.56.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ, das Wesen u. Betragen eines ταπεινόφρων, N. T. In B. A. 462 Erkl. von ἀτυφία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότης φρονήματος, ταπείνωσις, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - φρόνησις, εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
humilité.
Étymologie: ταπεινόφρων.

English (Strong)

from a compound of ταπεινός and the base of φρήν; humiliation of mind, i.e. modesty: humbleness of mind, humility (of mind, loneliness (of mind).

English (Thayer)

(ταπεινόφρων) ταπεινοφρον (ταπεινός and φρήν), humble-minded, i. e. having a modest opinion of oneself: φιλόφρονες. (pusillanimous, mean-spirited, μικρούς ἡ τύχῃ καί περιδηις ποιεῖ καί ταπεινόφρονας, Plutarch, de Alex. fort. 2,4; (de tranquill. animi 17. See Winer's Grammar, § 34,3and references under the word ταπεινοφροσύνη, at the end).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταπεινόφρων, -ονος]
η ιδιότητα του ταπεινόφρονα, μετριοφροσύνη, σεμνότητα
αρχ.
κατάπτωση της διάθεσης, αθυμία.

Greek Monotonic

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότητα φρονήματος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ смирение NT.

Middle Liddell

τᾰπεινοφροσύνη, ἡ,
lowliness, humility, NTest. [from τᾰπεινόφρων]

Chinese

原文音譯:tapeinofrosÚnh 他胚挪-弗羅需尼

詞類次數:名詞(8)

原文字根:卑微-意向 共同

字義溯源:心思謙卑,存心謙卑,謙卑態度,謙虛,謙遜,謙卑;由(ταπεινός)*=喪氣)與(φρήν)*=心思,隔膜)組成

出現次數:總共(7);徒(1);弗(1);腓(1);西(3);彼前(1)

譯字彙編

1) 謙卑(3) 徒20:19; 腓2:3; 彼前5:5;

2) 謙虛(3) 弗4:2; 西2:18; 西3:12;

3) 謙卑態度(1) 西2:23