Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τεράμων: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="b3">, ὁ</b>" to ", ὁ")
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τεράμων:''' 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.).
|elrutext='''τεράμων:''' 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.).
}}
{{FriskDe
|ftr='''τεράμων''': -ονος<br />{terámōn}<br />'''Meaning''': ‘weich (gekocht)’, von Hülsenfrüchten u.a. (Thphr., Phot.)<br />'''Derivative''': mit [[τεραμότης]] f. [[Weichheit]] (Thphr.; vgl. [[μειότης]] zu [[μείων]]).<br />'''Etymology''' : Wohl sekundär zu [[ἀτεράμων]] wie [[πήμων]] zu [[ἀπήμων]] (s. [[πῆμα]]) und [[τέραμνον]]· ἁπαλόν, ἑψανόν (Phot., Suid.) zu [[ἀτέραμνος]]. Letzten Endes jedenfalls zu *τέραμα, s. [[ἀτέραμνος]].— Vgl. [[τέρην]].<br />'''Page''' 2,878
}}
}}

Revision as of 13:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεράμων Medium diacritics: τεράμων Low diacritics: τεράμων Capitals: ΤΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: terámōn Transliteration B: teramōn Transliteration C: teramon Beta Code: tera/mwn

English (LSJ)

(A) [ᾰ], ον, gen. ονος, (τείρω, τέρην)

   A becoming soft by boiling, of pulse, Thphr.HP8.8.6, CP4.12.1 sq., cf. Plu.2.701d: Comp. -ονέστερος Thphr.CP5.6.12: also of soil fit for such plants, ib.4.12.3; of water, Phot.
τεράμων (B) [ᾰ], ωνος or οντος, ὁ (?),

   A = κάλαμος, Anacr. ap. Hilgard Excerpta ex libris Herodiani (Leipzig 1887) p.21, Pl.Sph. ibid.: v. Hermes 35.544. (Said to be declined as -ντ- stem by Anacr. l.c. (this stem mentioned also by Arc. 13), but -ων -ωνος by Pl. l.c.: not found in our text of Pl.Sph., but τεράμωσι (or perh. τεράμουσι) is to be restored in 221a for καλάμοις.)

German (Pape)

[Seite 1092] gen. ονος, weich, zart, bes. was leicht weich kocht, von Hülsenfrüchten (verwandt mit τέρην), τεραμονέστερος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τεράμων: [ᾰ], -ον, γεν. ονος, (τείρω, τέρην) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος μαλακός, ἐπὶ ὀσπρίων, ἑψανός, εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
tendre, facile à cuire.
Étymologie: cf. τέρην.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός
2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς
3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρίβω, διατρυπώ», πιθ. μέσω αμάρτυρου ουδ. τέραμα (πρβλ. πῆμα: ἀπήμων: πήμων) και συνδέεται με τα τείρω «κατατρίβω», τέρην «μαλακός, τρυφερός»].
(II)
-οντος ή -ωνος, ὁ, Α
κάλαμος, καλάμι.

Russian (Dvoretsky)

τεράμων: 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.).

Frisk Etymology German

τεράμων: -ονος
{terámōn}
Meaning: ‘weich (gekocht)’, von Hülsenfrüchten u.a. (Thphr., Phot.)
Derivative: mit τεραμότης f. Weichheit (Thphr.; vgl. μειότης zu μείων).
Etymology : Wohl sekundär zu ἀτεράμων wie πήμων zu ἀπήμων (s. πῆμα) und τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν (Phot., Suid.) zu ἀτέραμνος. Letzten Endes jedenfalls zu *τέραμα, s. ἀτέραμνος.— Vgl. τέρην.
Page 2,878