συστρατιώτης: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(c2)
(cc2)
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sustratièthj 需-士特拉提哦帖士<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':共同-戰(士)<p>'''字義溯源''':一同當兵,同當兵的;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[στρατιώτης]])=露宿,戰士)組成,其中 ([[στρατιώτης]])出自([[στρατιά]])=類似營房),而 ([[στρατιά]])又出自([[στρατόπεδον]])X*=軍隊)<p/>'''出現次數''':總共(2);腓(1);門(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 同當兵的(1) 門1:2;<p>2) 一同當兵(1) 腓2:25
|sngr='''原文音譯''':sustratièthj 需-士特拉提哦帖士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':共同-戰(士)<br />'''字義溯源''':一同當兵,同當兵的;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[στρατιώτης]])=露宿,戰士)組成,其中 ([[στρατιώτης]])出自([[στρατιά]])=類似營房),而 ([[στρατιά]])又出自([[στρατόπεδον]])X*=軍隊)<br />'''出現次數''':總共(2);腓(1);門(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 同當兵的(1) 門1:2;<br />2) 一同當兵(1) 腓2:25
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτιώτης Medium diacritics: συστρατιώτης Low diacritics: συστρατιώτης Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Transliteration A: systratiṓtēs Transliteration B: systratiōtēs Transliteration C: systratiotis Beta Code: sustratiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fellow-soldier, X.An.1.2.26, Pl.R.556c, Arist. EN1159b28, OGI218.45 (pl., Ilium, iii B.C., συσστ-), PTeb.793 iv 22 (pl., ii B.C., συνστ-), Ep.Phil.2.25: c. gen., τὸν ἑαυτῶν σ. Sammelb. 7456 (Ptolemaic, συνστ-), cf. Ostr.1535 (ii B.C., συνστ-):—fem. συστρᾰτηγ-ῶτις, ιδος, metaph., Them.Or.15.197c; τύχῃ σ. χρῆσθαι J.BJ6.9.1.

German (Pape)

[Seite 1045] Mitsoldat, Kriegsgefährte; Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. u. Sp., wie Luc. Mort. D, 29, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συστρατιώτης: -ου, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς στρατιώτης ὤν, ὁμοῦ ὑπηρετῶν, «σύντροφος», Λατ. commilito, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, Πλάτ. Πολ. 556C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 1· ― θηλ. ῶτις, ιδος. Θεμίστ. 197C· τύχη σ. χρῆσθαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 9. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon d’armes.
Étymologie: σύν, στρατιώτης.

English (Strong)

from σύν and στρατιώτης; a co-campaigner, i.e. (figuratively) an associate in Christian toil: fellowsoldier.

English (Thayer)

(T Tr WH συνστρατιωτης (so Lachmann in Philiem.; cf. σύν, II. at the end)), συστρατιωτου, ὁ, a fellow-soldier, Xenophon, Plato, others; tropically, an associate in labors and conflicts for the cause of Christ: Philemon 1:2.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, -ώτιδος, Α
στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα
αρχ.
το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατιώτης.

Greek Monotonic

συστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία μαζί με κάποιον, σύντροφος στον στρατό, αυτός που είναι επίσης στρατιώτης, Λατ. commilito, σε Ξεν. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στρατιώτης -ου, ὁ medesoldaat.

Russian (Dvoretsky)

συστρᾰτιώτης: ου ὁ товарищ по военной службе, соратник, сослуживец по армии Xen., Plat., Arst.

Middle Liddell

συ-στρᾰτιώτης, ου, ὁ,
a fellow-soldier, Lat. commilito, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:sustratièthj 需-士特拉提哦帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共同-戰(士)
字義溯源:一同當兵,同當兵的;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στρατιώτης)=露宿,戰士)組成,其中 (στρατιώτης)出自(στρατιά)=類似營房),而 (στρατιά)又出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(2);腓(1);門(1)
譯字彙編
1) 同當兵的(1) 門1:2;
2) 一同當兵(1) 腓2:25