приводить: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εἰσάγω]], [[ἐσάγω]], [[ἐνάγω]], [[προσάγω]], [[κατάγω]], [[προάγω]], [[προκαθηγέομαι | |rueltext=[[ἐξίστημι]], [[ἀνάγω]], [[προβάλλω]], [[περαίνω]], [[βιβάω]], [[περιΐστημι]], [[παρέχω]], [[φέρω]], [[προσβιβάζω]], [[προπέμπω]], [[περιφέρω]], [[ἐπιβαίνω]], [[στέλλω]], [[ἐκφέρω]], [[κομίζω]], [[εἰσάγω]], [[ἐσάγω]], [[ἐνάγω]], [[προσάγω]], [[κατάγω]], [[προάγω]], [[προκαθηγέομαι]], [[εἰσβαίνω]], [[ἐσβαίνω]], [[ἐκτίθημι]], [[διελαύνω]], [[κατακομίζω]], [[προχειρίζομαι]], [[διαβιβάζω]], [[μεταβιβάζω]], [[πορθμεύω]], [[ἀποδείκνυμι]], [[πορίζω]], [[ἀγινέω]], [[παραφέρω]], [[παρφέρω]], [[προφέρω]], [[προσέχω]], [[ἐπινωμάω]], [[ἐμβιβάζω]], [[ὁρμίζω]], [[κατερύω]], [[κατειρύω]], [[παράγω]], [[ὑποφέρω]], [[ἐξάγω]], [[ἀνύω]], [[ἄγω]], [[περιάγω]], [[ἐπάγω]], [[πελάζω]], [[καταβιβάζω]], [[ἀνακλάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐξίστημι, ἀνάγω, προβάλλω, περαίνω, βιβάω, περιΐστημι, παρέχω, φέρω, προσβιβάζω, προπέμπω, περιφέρω, ἐπιβαίνω, στέλλω, ἐκφέρω, κομίζω, εἰσάγω, ἐσάγω, ἐνάγω, προσάγω, κατάγω, προάγω, προκαθηγέομαι, εἰσβαίνω, ἐσβαίνω, ἐκτίθημι, διελαύνω, κατακομίζω, προχειρίζομαι, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, πορθμεύω, ἀποδείκνυμι, πορίζω, ἀγινέω, παραφέρω, παρφέρω, προφέρω, προσέχω, ἐπινωμάω, ἐμβιβάζω, ὁρμίζω, κατερύω, κατειρύω, παράγω, ὑποφέρω, ἐξάγω, ἀνύω, ἄγω, περιάγω, ἐπάγω, πελάζω, καταβιβάζω, ἀνακλάω