πολύφημος: Difference between revisions
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyfimos | |Transliteration C=polyfimos | ||
|Beta Code=polu/fhmos | |Beta Code=polu/fhmos | ||
|Definition=Dor. πολύ-φᾱμος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Dor. πολύ-φᾱμος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[abounding in songs and legends]], ἀοιδός <span class="bibl">Od.22.376</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[πολύφατος]], θρῆνος πολύφαμος <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).64</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[manyvoiced]], [[wordy]], ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην <span class="bibl">Od.2.150</span>; <b class="b3">ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι</b> to bring it forth to <b class="b2">the many-voiced</b>, i.e. <b class="b2">the agora (the 'parliament')</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.5.79</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">much spoken of, famous</b>, ὁδός <span class="bibl">Parm. 1.2</span>; ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός <span class="bibl">Ph.1.371</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 30 June 2020
English (LSJ)
Dor. πολύ-φᾱμος, ον,
A abounding in songs and legends, ἀοιδός Od.22.376. 2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64. II manyvoiced, wordy, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79. III much spoken of, famous, ὁδός Parm. 1.2; ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός Ph.1.371.
German (Pape)
[Seite 676] viel redend; ἀοιδός, der Sänger, der viel Sagen kennt, liederreich, Od. 22, 376; auch viel schreiend, vom Frosch, Batrach.; – ἀγορή, Od. 2, 150, wo viel geredet wird, der von vielen Stimmen ertönende, laute Markt, vgl. Or. bei Her. 5, 79; ὁδός, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 2); ἑορτά, Alcm. bei Ath. XI, 499 a. – Auch wovon viel geredet, gesprochen wird, viel berufen, berühmt od. berüchtigt. – Vgl. das dor. πολύφαμος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, «ὁ πολλὰς φήμας εἰδώς, ἢ ὁ πολλοὺς φημίζων ἢ ὁ ὑπὸ πολλῶν τοῦτο πάσχων κτλ.» (Εὐστ.), πολύφημος ἀοιδὸς Ὀδ. Χ. 376· ὡσαύτως, θρῆνος Πινδ. Ι. 8 (7), 128· πρβλ. πολύφατος. ΙΙ. ὁ ἐκ πολλῶν φωνῶν ἀποτελούμενος, θορυβώδης, πολυλόγος, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Ὀδ. Β. 150· ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι, δηλ. εἰς τὴν ἀγοράν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 79. ΙΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περίφημος, ὁδὸς Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111· ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où l’on échange beaucoup de discours;
2 qui parle beaucoup, abondant en récits.
Étymologie: πολύς, φήμη.
English (Autenrieth)
(φήμη): of many songs; ἀοιδός, Od. 22.376; of many voices, buzzing; ἀγορή, Od. 2.150.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφημος, -ον, ΝΑ, δωρ. τ. πολύφαμος, -ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιώνυμος («πολύφημος και πολυώνυμος σοφός», Φίλ.)
2. ως κύριο όν. Πολύφημος
μυθ. i) περιώνυμος Κύκλωπας της Οδύσσειας, γιος του Ποσειδώνος και της νύμφης Θοώσης, ο οποίος κατά την ομηρική διήγηση κατοικούσε σε σπήλαιο βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες
ii) (στη Λάρισα της Θεσσαλίας) ήρωας ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη τών Λαπιθών κατά τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία
αρχ.
1. αυτός που γνωρίζει πολλά άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και πολύφημος ἀοιδός», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος από φωνές, θορυβώδης («ἀγορὴν πολύφημον», Ομ. Οδ.)
3. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύφημον
η εκκλησία του δήμου, η αγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος].
Greek Monotonic
πολύφημος: Δωρ. -φᾱμος, -ον (φήμη),
I. άφθονος σε ύμνους και μύθους, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
II. αυτός που αποτελείται από πολλές φωνές, πολυλόγος, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι, φέρνω κάτι μπροστά σε πολύβοο μέρος, δηλ. στην αγορά, βουλευτήριο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Russian (Dvoretsky)
πολύφημος: дор. πολύφᾱμος 2
1) многоговорящий, многоречивый, оглашаемый речами (ἀγορή Hom.);
2) речистый, красноречивый (ἀοιδός Hom.);
3) (о словах) длинный, долгий (θρῆνος Pind.);
4) прославленный, славный (ὁδός Xenophanes ap. Sext.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφημος -ον, Dor. πολυφᾱμος [πολύς, φήμη] met veel stemmen die over veel kan zingen:. πολύφημος ἀοιδός de zanger met groot repertoire Od. 22.376. waar veel gesproken wordt:. ὅτε δὴ... ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην toen de twee dan de drukke vergadering bereikten Od. 2.150; ἐπεὶ μ ’ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον toen ze mij op de weg van veel verhalen hadden gezet Parm. B 1.2.
Middle Liddell
πολύ-φημος, δοριξ πολύ-φᾱμος, ον, φήμη
I. abounding in songs and legends, Od., Pind.
II. many-voiced, wordy, Od.; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i. e. the agora (the "parliament"), Orac. ap. Hdt.