κυρηβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyrivazo
|Transliteration C=kyrivazo
|Beta Code=kurhba/zw
|Beta Code=kurhba/zw
|Definition=fut. -άσω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>272</span>:—prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[butt with the horns]], like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., <b class="b3">τὸ σκέλος κυρηβάσει</b> [[he shall butt against]] my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι <span class="bibl">Cratin. 462</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph. in Med., = [[λοιδοροῦμαι]], Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.</span>
|Definition=fut. -άσω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>272</span>:—prop. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[butt with the horns]], like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., <b class="b3">τὸ σκέλος κυρηβάσει</b> [[he shall butt against]] my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι <span class="bibl">Cratin. 462</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph. in Med., = [[λοιδοροῦμαι]], Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:20, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠρηβάζω Medium diacritics: κυρηβάζω Low diacritics: κυρηβάζω Capitals: ΚΥΡΗΒΑΖΩ
Transliteration A: kyrēbázō Transliteration B: kyrēbazō Transliteration C: kyrivazo Beta Code: kurhba/zw

English (LSJ)

fut. -άσω Ar.Eq.272:—prop.    A butt with the horns, like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall butt against my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462.    II metaph. in Med., = λοιδοροῦμαι, Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.

German (Pape)

[Seite 1536] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen.

Greek (Liddell-Scott)

κῠρηβάζω: μέλλ. -άσω, μάχομαι, πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272· μεταφ., τὸ σκέλος κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ σκέλος, ἢ τὸ σκέλος μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ λοιδορέω, Φώτ., πρβλ. κυρίσσω.

French (Bailly abrégé)

1 frapper à coups de cornes;
2 p. ext. c. διαμάχομαι.
Étymologie: v. κυρίττω.

Greek Monolingual

κυρηβάζω και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α)
1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι
2. γεν. μάχομαι
3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι
(μτφ) λοιδορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυρίττω «χτυπώ με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό].

Greek Monotonic

κῠρηβάζω: μέλ. -άσω, μάχομαι, χτυπώ με τα κέρατα· μεταφ., τὸ σκέλος κυρηβάσει, το πόδι μου θα τον χτυπήσει ή θα αντιμετωπίσει το πόδι μου, θα τον κλωτσήσει, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το κυρίσσω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρηβάζω [~ κυρίττω] met de horens stoten (tegen), rammen.

Russian (Dvoretsky)

κῠρηβάζω: бить рогами, бодать (τὸ σκέλος Arph.).

Middle Liddell

κῠρηβάζω, fut. -άσω
to butt with the horns: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall come butt against my leg, or my leg shall butt him, kick him, Ar. [Perh. akin to κυρίσσω.]