ἀναστομόω: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anastomoo | |Transliteration C=anastomoo | ||
|Beta Code=a)nastomo/w | |Beta Code=a)nastomo/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">furnish with a mouth, open up;</b> <b class="b3">τάφρον</b> [[clear out]] a trench, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.15</span>; τὰς Νείλου διώρυγας <span class="bibl">Plb.5.62.4</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.59</span>; ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀ. τᾀσθητήρια <span class="bibl">Diph.18.6</span>: ἀ. μήτραν Dsc.1.19:—Med., <b class="b3">φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος</b> [[open]] your gullet [[wide]], <span class="bibl">E. <span class="title">Cyc.</span>357</span>:—Pass., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη <b class="b2">with mouth wide-opened, loud-talking</b>, <span class="bibl">Call.Com.19</span>; also, [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">furnish with a mouth, open up;</b> <b class="b3">τάφρον</b> [[clear out]] a trench, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.15</span>; τὰς Νείλου διώρυγας <span class="bibl">Plb.5.62.4</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.59</span>; ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀ. τᾀσθητήρια <span class="bibl">Diph.18.6</span>: ἀ. μήτραν Dsc.1.19:—Med., <b class="b3">φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος</b> [[open]] your gullet [[wide]], <span class="bibl">E. <span class="title">Cyc.</span>357</span>:—Pass., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη <b class="b2">with mouth wide-opened, loud-talking</b>, <span class="bibl">Call.Com.19</span>; also, to [[be opened]], [[dilated]], ἀ. οἱ πόροι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>581b19</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>751a2</span>; <b class="b3">ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς</b> σαρκὸς ἐξέρρεον <span class="bibl">Memn.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of one sea [[opening]] into another, κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>303a22</span>; ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν . . Ὠκεανόν <span class="bibl">D.S.3.38</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.475</span>, <span class="bibl">Hld.1.29</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 4 July 2020
English (LSJ)
A furnish with a mouth, open up; τάφρον clear out a trench, X.Cyr.7.5.15; τὰς Νείλου διώρυγας Plb.5.62.4, cf. S.E.M.5.59; ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀ. τᾀσθητήρια Diph.18.6: ἀ. μήτραν Dsc.1.19:—Med., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος open your gullet wide, E. Cyc.357:—Pass., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη with mouth wide-opened, loud-talking, Call.Com.19; also, to be opened, dilated, ἀ. οἱ πόροι Arist.HA581b19, GA751a2; ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς σαρκὸς ἐξέρρεον Memn.2. 2 of one sea opening into another, κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arist.Mu.303a22; ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν . . Ὠκεανόν D.S.3.38, cf. Ph.2.475, Hld.1.29.
German (Pape)
[Seite 209] 1) die Mündung öffnen, τάφρους, die Schleusen (πρὸς τὸν ποταμόν) öffnen (schwerlich durch Durchgrabung des Erdreichs zwischen dem Kanal u. dem Flusse ersterem Abfluß verschaffen), Xen. Cyr. 7, 5, 15; vgl. Pol. 5, 62 τὰς διώρυγας τοῦ Νείλου; Poll. 2, 102; übh. eröffnen, erweitern, Arist., der es aber Mund. 3, 8 vom ὠκεανός braucht, κατὰ στενοπόρους ἀνεστομωμένος, entgegengesetzt πλατυνόμενος, also in eine Mündung zusammengeengt; in eigtl. Btdg, Eur. χεῖλος φάρυγγος ἀναστόμου Cycl. 357; Pass., sich ergießen, von Flüssen, D. Sic. 3, 38. – 2) spitzen, schärfen; dah. reizen, ἡδύσματα ἀναστομοῖ τὰ αἰσθητήρια, Eßlust erregen, Diphil. bei Ath. IV, 133 e; τραυλὴ μέν ἐστι ἀλλ' ἀνεστομωμένη Call. com. Poll. 2, 102, scharf.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστομόω: ἀνοίγω, κάμνω ἄνοιγμα εἰς, ἀναστομοῦν τὰς τάφρους [πρὸς τὸν ποταμὸν] Ξεν. Κύρ. 7. 5, 15· ἀν. τὰς Νείλου διώρυγας Πολύβ. 5. 62, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 59· ἀν. τὸ ἡρῷον, ἀνοίγω αὐτό, Συλλ. Ἐπιγρ. 916: ‒ Μέσ., φάρυγος... ἀναστόμου τὸ χεῖλος, ἄνοιξον καλῶς τὴν φάρυγγά σου, Εὐρ. Κύκλ. 357: ‒ Παθ., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ᾿ ἀνεστομωμένη, ἔχουσα στόμα εὐρέως ἀνοικτόν, πολλὰ καὶ μεγαλοφώνως ὁμιλοῦσα (πρβλ. στόμωσις), Καλλίας Ἄδηλ. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἀνοίγομαι, διαστέλλομαι, ἀν. οἱ πόροι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 1, 9, π. Γεν. Ζ. 3. 1, 24· ὑστέρα ἀν. Ἱστ. Ζ. 10. 2, 6. 3) ἐπὶ τοῦ ὠκεανοῦ, ἀποτελῶ πορθμόν, πῇ μὲν κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 8· ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν... ὠκεανόν, στενεύει, ἀποτελεῖ πορθμὸν εἰς τὸ μέρος ἔνθα συγκοινωνεῖ μετὰ τοῦ ὠκεανοῦ, Διόδ. 3. 38, πρβλ. Φίλωνα 2. 475, Ἡλιόδ. 1. 29, καὶ ἴδε συστομόομαι. ΙΙ. μεταφ., ὀξύνω, ἀκονίζω τὴν ὄρεξιν, ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀναστομεῖ τᾀσθητήρια Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
munir d’une embouchure, donner une ouverture à : τάφρον XÉN à un fossé.
Étymologie: ἀνά, στομόω.
Spanish (DGE)
A tr. en v. act.
I 1c. ac. de resultado abrir εὐρείας φάρυγγος ... ἀναστόμου τὸ χεῖλος E.Cyc.357, τάφρους X.Cyr.7.5.15, τὰς διωρυχάς Plb.5.62.4, cf. S.E.M.5.59
•de conductos orgánicos abrir, dilatar μήτρην Hp.Mul.1.75, Steril.221, Dsc.1.19, ὀχετοὺς καὶ πόρους Plu.2.495d
•abs. abrir un orificio, abrir καὶ τὴν μήλην καθιέναι καὶ ἀναστομοῦν y poner la sonda y abrir el orificio Hp.Nat.Mul.39, cf. Mul.1.11, 13, en v. med. mismo sent., Hp.Nat.Mul.37, fig. del apetito ταῦτα ... ἀναστομοῖ ... ταἰσθητήρια Diph.18.6.
2 c. ac. externo perforar, agujerear τοῦτο τὸ ἡρῷον ICr.2.16.28 (Lapa, imper.), en v. pas. ἀναστομωθέντος τοῦ ἀγγείου Hero Spir.1 (p.16.5), cf. 1.13, Ph.2.114, ἐὰν οὖν ἀνεστομωμένον ᾖ τὸ ΚΛ σωληνάριον si está abierto el tubito KL Hero Spir.1.19.
II echar atrás la boca, frenar fig. πρὸς σωτηρίαν τῶν λαῶν Clem.Al.Paed.1.9.78, cf. Gr.Nyss.M.46.12A.
III abrir de nuevo πηγὴν ... συγκεχωσμένην Gr.Naz.M.36.265C.
B intr. en v. med.-pas.
1 en perf. estar boquiabierto por bobería τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη Call.Com.19
•en aor. quedar chasqueado τοσαῦτα ἀναστομωθείς τῆς ἐλπίδος ταύτης Greg.Disp.M.86.721B.
2 abrirse, dilatarse de la matriz, Hp.Nat.Mul.94, Mul.1.13, οἱ πόροι Arist.HA 581b19, ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς σαρκὸς ἐξέρρεον Memn.2.4.
3 de líquidos buscar una salida, brotar ἀνεστομώθη τὸ ὕδωρ Gr.Nyss.M.46.809D, cf. Ep.17.28, de un río subterráneo, Procop.Gaz.M.87.160A
•en perf. de un mar estar abierto a otro, comunicar por un estrecho κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arist.Mu.393a23, ὁ ... Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται ... εἰς τὸν ... ὠκεανόν D.S.3.38, cf. Ph.2.475
•desembocar πρὸς μίαν εὐρυχωρίαν Hld.1.29.2.
Greek Monotonic
ἀναστομόω: μέλ. -ώσω, ανοίγω, κάνω άνοιγμα σε, ἀν. τάφρον, καθαρίζω μια τάφρο, σε Ξεν. — Μέσ., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος, άνοιξαν τα χείλια του φάρυγγά σου διάπλατα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστομόω:
1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь (τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.): ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. сообщающиеся сосуды;
2) med. широко открывать, разевать (φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.);
3) pass. открываться, иметь выход (Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.).
Middle Liddell
to furnish with a mouth, ἀν. τάφρον to clear out a trench, Xen.:—Mid., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος open the lips of your gullet wide, Eur.