εξαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαιρῶ, -έω) [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> δεν [[συμπεριλαμβάνω]] με άλλους, [[αποκλείω]] («τὰς μητέρας ἐξελόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για ειδικούς λόγους [[απαλλάσσω]] ή [[αποκλείω]] κάποιον από [[καθήκον]] ή [[δικαίωμα]] («ο [[νόμος]] εξαιρεί τα [[παιδιά]] τών πολυτέκνων»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> <b>μέσ.</b> [[εξαιρούμαι]]<br />δεν περιλαμβάνομαι, [[αποκλίνω]] από τον γενικό κανόνα<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξῃρημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>1.</b> [[ξεχωριστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] («ἐξελοῡ αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῡ»)<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]] («οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως», [[Διονύσιος]] [[Αρεοπαγίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]], [[αφαιρώ]] με βίαιη [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξαιροῦμαι</i><br />α) [[βγάζω]] [[κάτι]] έξω, [[ανασύρω]] («φαρέτρης ἐξείλετο πικρόν ὀϊστόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[αποστερώ]] («Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο [[Ζεύς]]»<br />«του πήρε τα μυαλά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐξαιροῦμαι</i><br />α) (για [[φορτίο]]) ξεφορτώνομαι<br />β) [[υπερέχω]]<br /><b>4.</b> (για αιχμαλώτους, [[λάφυρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[διαλέγω]] και [[δίνω]] σε κάποιον για να τον τιμήσω («Δημοσθένει έξῃρέθησαν [[τριακόσιοι]] πανοπλίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (για χώρο) [[ξεχωρίζω]] και [[αφιερώνω]] σε κάποιον («τῷ βασιλέι... τεμένεα ἐξελών», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αφαιρώ]] βίαια [[κάτι]] πολύτιμο<br /><b>7.</b> [[διώχνω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του («περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθούς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) [[παύω]] («ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]]<br /><b>10.</b> (για πόλεις, σπίτια <b>κ.λπ.</b>) [[καταστρέφω]] από τα θεμέλια, [[ισοπεδώνω]] («τὴν πόλιν ταύτην ἐθέλων ἐξελεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εξουδετερώνω]], [[εκμηδενίζω]] («φθίνοντα γὰρ Δαλίου θέσφατ' ἐξαιροῡσιν ἤδη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σε [[πέρας]].
|mltxt=(AM ἐξαιρῶ, -έω) [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> δεν [[συμπεριλαμβάνω]] με άλλους, [[αποκλείω]] («τὰς μητέρας ἐξελόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για ειδικούς λόγους [[απαλλάσσω]] ή [[αποκλείω]] κάποιον από [[καθήκον]] ή [[δικαίωμα]] («ο [[νόμος]] εξαιρεί τα [[παιδιά]] τών πολυτέκνων»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> <b>μέσ.</b> [[εξαιρούμαι]]<br />δεν περιλαμβάνομαι, [[αποκλίνω]] από τον γενικό κανόνα<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξῃρημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>1.</b> [[ξεχωριστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> [[υπερβολικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] («ἐξελοῡ αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῡ»)<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]] («οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως», [[Διονύσιος]] [[Αρεοπαγίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]], [[αφαιρώ]] με βίαιη [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξαιροῦμαι</i><br />α) [[βγάζω]] [[κάτι]] έξω, [[ανασύρω]] («φαρέτρης ἐξείλετο πικρόν ὀϊστόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[αποστερώ]] («Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο [[Ζεύς]]»<br />«του πήρε τα μυαλά, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐξαιροῦμαι</i><br />α) (για [[φορτίο]]) ξεφορτώνομαι<br />β) [[υπερέχω]]<br /><b>4.</b> (για αιχμαλώτους, [[λάφυρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[διαλέγω]] και [[δίνω]] σε κάποιον για να τον τιμήσω («Δημοσθένει έξῃρέθησαν [[τριακόσιοι]] πανοπλίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (για χώρο) [[ξεχωρίζω]] και [[αφιερώνω]] σε κάποιον («τῷ βασιλέι... τεμένεα ἐξελών», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αφαιρώ]] βίαια [[κάτι]] πολύτιμο<br /><b>7.</b> [[διώχνω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του («περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθούς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) [[παύω]] («ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εξολοθρεύω]], [[αφανίζω]]<br /><b>10.</b> (για πόλεις, σπίτια <b>κ.λπ.</b>) [[καταστρέφω]] από τα θεμέλια, [[ισοπεδώνω]] («τὴν πόλιν ταύτην ἐθέλων ἐξελεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εξουδετερώνω]], [[εκμηδενίζω]] («φθίνοντα γὰρ Δαλίου θέσφατ' ἐξαιροῡσιν ἤδη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σε [[πέρας]].
}}
}}

Revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξαιρῶ, -έω) αιρώ
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ
2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών πολυτέκνων»)
2. γραμμ. μέσ. εξαιρούμαι
δεν περιλαμβάνομαι, αποκλίνω από τον γενικό κανόνα
μσν.
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξῃρημένος, -η, -ον
1. ξεχωριστός, εξαιρετικός
2. υπερβολικός
αρχ.-μσν.
1. απελευθερώνω («ἐξελοῡ αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῡ»)
2. υπερβαίνω («οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως», Διονύσιος Αρεοπαγίτης)
αρχ.
1. βγάζω, αφαιρώ με βίαιη κίνηση
2. μέσ. ἐξαιροῦμαι
α) βγάζω κάτι έξω, ανασύρω («φαρέτρης ἐξείλετο πικρόν ὀϊστόν», Ομ. Ιλ.)
β) αποστερώ («Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς»
«του πήρε τα μυαλά, Ομ. Ιλ.)
3. παθ. ἐξαιροῦμαι
α) (για φορτίο) ξεφορτώνομαι
β) υπερέχω
4. (για αιχμαλώτους, λάφυρα κ.λπ.) διαλέγω και δίνω σε κάποιον για να τον τιμήσω («Δημοσθένει έξῃρέθησαν τριακόσιοι πανοπλίαι», Θουκ.)
5. (για χώρο) ξεχωρίζω και αφιερώνω σε κάποιον («τῷ βασιλέι... τεμένεα ἐξελών», Ηρόδ.)
6. αφαιρώ βίαια κάτι πολύτιμο
7. διώχνω κάτι από τη θέση του («περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθούς», Ηρόδ.)
8. (για ψυχική κατάσταση) παύω («ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν», Πλάτ.)
9. εξολοθρεύω, αφανίζω
10. (για πόλεις, σπίτια κ.λπ.) καταστρέφω από τα θεμέλια, ισοπεδώνω («τὴν πόλιν ταύτην ἐθέλων ἐξελεῖν», Ηρόδ.)
11. εξουδετερώνω, εκμηδενίζω («φθίνοντα γὰρ Δαλίου θέσφατ' ἐξαιροῡσιν ἤδη», Σοφ.)
12. εκτελώ, φέρνω σε πέρας.