κατάδεσμος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katadesmos | |Transliteration C=katadesmos | ||
|Beta Code=kata/desmos | |Beta Code=kata/desmos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[tie]], [[band]], <b class="b3">κ. ἥβης</b> [[bathing-drawers]], <span class="bibl">Theopomp.Com.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[κατάδεσις]] | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[tie]], [[band]], <b class="b3">κ. ἥβης</b> [[bathing-drawers]], <span class="bibl">Theopomp.Com.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[κατάδεσις]] ''ΙΙ'', -δέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>364c</span>, cf. <span class="bibl">Plot.4.4.40</span> (pl.), <span class="title">PMag.Par.</span>1.2176 (pl.); κ. καὶ φαρμακεῖαι <span class="bibl">Artem.1.77</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 29 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A tie, band, κ. ἥβης bathing-drawers, Theopomp.Com.37. II = κατάδεσις ΙΙ, -δέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες Pl.R.364c, cf. Plot.4.4.40 (pl.), PMag.Par.1.2176 (pl.); κ. καὶ φαρμακεῖαι Artem.1.77.
German (Pape)
[Seite 1345] ὁ, Band, Verband, nach Phryn. 292 besser als ἐπίδεσμος; bes. Zauberband, Zauberknoten, Behexung durch Knüpfung eines Knotens, Plat. Rep. II, 364 c; καὶ φαρμακεῖαι Artemid. 1, 77; vgl. Phryn. in B. A. 27, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδεσμος: ὁ, ὁ ἐπιδενόμενος καὶ καλύπτων τι, καλυπτήρ, τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2. ΙΙ. μαγικὸς δεσμός, τὸ μαγγανεύειν δι’ αὐτοῦ, Πλάτ. Πολ. 364C, ἔνθα ἴδε Stallb.· κ. καὶ φαρμακεῖαι Ἀρτεμίδ. 1. 77· πρβλ. κατάδεσις ΙΙ, καταδέω (Α) ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 lien;
2 particul. lien magique, charme que l’on fait au moyen d’un nœud.
Étymologie: καταδέω¹.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α κατάδεσμος) καταδέω (Ι)]
1. γερό δέσιμο που δύσκολα λύνεται
2. μαγική πράξη που κατά τη λαϊκή παράδοση προξενεί εμπόδιο ή βλάβη σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κατάδεσμος: ὁ, λαιμοδέτης, στεφάνι, κορδέλα, ιμάντας· μαγικό δέσιμο, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδεσμος -ου, ὁ [καταδέω 1] bezwering.
Russian (Dvoretsky)
κατάδεσμος: ὁ Plat. = κατάδεσις 2.