μετεωρισμός: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meteorismos | |Transliteration C=meteorismos | ||
|Beta Code=metewrismo/s | |Beta Code=metewrismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[μετεώρισις]] | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[μετεώρισις]] ''1'', <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>9</span> (pl.); τῶν ποδῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>711b23</span>; <b class="b3">τοῦ ὅλου σώματος</b> ib.<span class="bibl">713a23</span>; [[rising to the surface]], of roots, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.3.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[being raised up]]: hence, [[swelling]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>50</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">μ. γνώμης</b> [[mental trouble]] or [[disturbance]], Id.<b class="b2">Acut. (Sp</b>.) <span class="bibl">14</span> ([[γνώμης]] is prob. interpol.), cf. <span class="bibl">Vett.Val.185.20</span> (pl.); [[wild thinking]], [[vain imagining]], Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.4, 12 (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[delay]], [[procrastination]], PMasp.32.55 (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 29 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A = μετεώρισις 1, Hp.Prog.9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.IA711b23; τοῦ ὅλου σώματος ib.713a23; rising to the surface, of roots, Thphr.CP1.3.5. II being raised up: hence, swelling, Hp.Art.50. 2 μ. γνώμης mental trouble or disturbance, Id.Acut. (Sp.) 14 (γνώμης is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); wild thinking, vain imagining, Metrod.Herc.831.4, 12 (pl.). 3 delay, procrastination, PMasp.32.55 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 159] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl. , Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. σήκωμα, ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· οἴδησις, φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) ἔπαρσις, φύσημα τῆς διανοίας, ὑπερηφανία, μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - ὡσαύτως μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φρύαγμα.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μετεωρισμός) μετεωρίζω
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος της ρίζας φυτού στην επιφάνεια της γης.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρισμός: ὁ Arst. = μετεώρισις.