νεογιλός: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neogilos | |Transliteration C=neogilos | ||
|Beta Code=neogilo/s | |Beta Code=neogilo/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[new-born]], [[young]], σκύλαξ <span class="bibl">Od.12.86</span>; βρέφος <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>12</span>, <span class="bibl">Theoc. 17.58</span>; ἔριφος <span class="bibl">Alciphr.1.27</span>; <b class="b3">ὀδοὺς ν</b>. one [[of the first set]] of teeth, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.199</span>; <b class="b3">βίου χρόνος ν</b>. life [[short as childhood]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Halc.</span>3</span>. (In Od. l.c. glossed <b class="b3">νεογνῆς,… νεωστὶ γεννηθείσης</b> by Hsch.; also <b class="b3">γάλακτι τρεφομένης</b> by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. [[žindù]] 'suckle'.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A new-born, young, σκύλαξ Od.12.86; βρέφος Is.Fr.12, Theoc. 17.58; ἔριφος Alciphr.1.27; ὀδοὺς ν. one of the first set of teeth, Opp.C.1.199; βίου χρόνος ν. life short as childhood, Luc.Halc.3. (In Od. l.c. glossed νεογνῆς,… νεωστὶ γεννηθείσης by Hsch.; also γάλακτι τρεφομένης by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. žindù 'suckle'.)
German (Pape)
[Seite 241] ή, όν, (von γάλα, γλάγος nach den Alten, = νεογλαγής, oder gar nach Eust. = νεόγονος), neugeboren, jung; Od. 12, 86; βρέφος, Theocr. 17, 58; βίου χρόνος, d. i. kurz, Luc. Halcyon. 3; ὀδούς, Milchzahn, Opp. Cyn. 1, 399; Poll. 2, 8 (wo früher νεογιλαῖος u. νεογιλής stand) citirt es auch aus Isae. u. verwirft es.
Greek (Liddell-Scott)
νεογῑλός: -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, σκύλαξ Ὀδ. Μ. 86· βρέφος Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., πρωτοφυής, Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου χρόνος ν., βίος βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ ἡλικία, Λουκ. Ἀλκυὼν 3, ἔνθα ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ νεογλαγής).
French (Bailly abrégé)
v. νεογιλλός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νεογιλός, -ή, -όν)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.)
2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας», Οππ.)
νεοελλ.
φρ. «νεογιλή οδοντοφυΐα» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή οδοντοφυΐα τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων
αρχ.
(για τη ζωή) αυτός που είναι σύντομος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. γιλός «μικρό παιδί», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό kira = γίλα «μικρή κόρη» (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Γίλος, Γιλίων, Γίλις και Γιλίς). Κατ' άλλη άποψη, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. γίδλος και συνδέεται με λιθουαν. žindu «θηλάζω, βυζαίνω»].
Greek Monotonic
νεογῑλός: -ή, -όν, νεογέννητος, νεαρός, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
νεο-γῑλός, ή, όν
new-born, young, Od., Theocr. [deriv. uncertain]