περιδρομή: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0573.png Seite 573]] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Ueberlistung, Memnon. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0573.png Seite 573]] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Überlistung, Memnon. 8.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδρομή Medium diacritics: περιδρομή Low diacritics: περιδρομή Capitals: ΠΕΡΙΔΡΟΜΗ
Transliteration A: peridromḗ Transliteration B: peridromē Transliteration C: peridromi Beta Code: peridromh/

English (LSJ)

ἡ,    A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc. ; π. ποιεῖσθαι wheel about, X.Cyn.10.11.    2 revolution, περιδρομαὶ ἐτῶν E.Hel.776.    3 a military manoeuvre, = Lat. decursio, στρατιωτῶν D.C.76.15 ; π. ἐνόπλιοι Id.77.16.    II κατὰ περιδρομήν cursorily, J.AJ20.12.1 ; ἐκ π. Ptol.Tetr.55.    III getting round, cajolery, Memn.8.1, PLond.2.415.12 (iv A. D.); π. θεραπείας, = Lat. ambitus, D.C.78.22.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Überlistung, Memnon. 8.

Greek (Liddell-Scott)

περιδρομή: ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) περιστροφή, κύκλος, περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 493D. ΙΙΙ. ἐξαπάτησις, Μέμνων 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 course autour, course circulaire, circuit;
2 fig. action de circonvenir, fraude.
Étymologie: περίδρομος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν.
β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.)
(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», Ευστ.
β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. περιστροφή, κύκλος («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», Ευρ.)
2. γρήγορη επίθεση από όλα τα σημεία («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)
3. φρ. «περιδρομὴ θεραπείας» — η περίοδος της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα)].

Greek Monotonic

περιδρομή: ἡ (περιδρᾰμεῖν),·
1. τρέξιμο γύρω από, σε Πλούτ.· περιδρομὴ ποιεῖσθαι, κάνοντας περιστροφή, σε Ξεν.
2. περιφορά, τροχιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

περιδρομή:
1) бег по кругу Plut.;
2) круговращение, круговорот (ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.);
3) бесцельное хождение, шатание (πλάναι καὶ περιδρομαὶ εἰς οὐδὲν χρηστόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδρομή -ῆς, ἡ [περίδρομος] rondgang; Plut. Rom. 21.5; van tijd. ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν zeven jaargangen Eur. Hel. 776.

Middle Liddell

περιδρομή, ἡ, [περιδρᾰμεῖν]
1. a running round, Plut.; π. ποιεῖσθαι to wheel about, Xen.
2. a revolution, orbit, Eur.

English (Woodhouse)

cycle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)