σκάλα: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skala | |Transliteration C=skala | ||
|Beta Code=ska/la | |Beta Code=ska/la | ||
|Definition=ἡ,= Lat. <span class="sense"> | |Definition=ἡ,= Lat. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scala]], [[stairs]], [[gangway]] of a ship, etc., <span class="bibl">Poll.1.93</span>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ἡ,= Lat. A scala, stairs, gangway of a ship, etc., Poll.1.93, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλα: ἡ, = τῷ Λατ. scala, κλῖμαξ, ἀναβάθρα πλοίου, κτλ., Πολυδ. Α΄, 93, Βυζ.· - ἐν Θεοφ. Κοντ. 687 φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἀναβολέα (ὡς καὶ νῦν ἔτι).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πιθ. τ. σκάλη Α
1. κλίμακα («κάν' τα τα μαλλιά σου, κάν' τα, κάν' τα σκάλα ν' ανεβώ», δημ. τραγούδι)
2. ο εξαρτημένος από τη σέλα μεταλλικός κρίκος, όπου πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο άλογο και στηρίζουν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια της ιππασίας, αναβατήρας, αναβολέας («χάνει τσι σκάλες και τσι δυο το χαλινάρ' αφήκε», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με βαθμίδα κλίμακας («έχει σκάλες τα μαλλιά του» — τά έχει κατσαρά)
2. βαθμίδα κλίμακας, σκαλί
3. η μουσική κλίμακα
4. φυσικός ή τεχνητός παραθαλάσσιος τόπος όπου αγκυροβολούν τα πλοία, λιμάνι, όρμος
5. στάθμευση πλοίου σε λιμάνι που βρίσκεται μεταξύ του λιμένα αναχώρησης και του λιμένα τελικού προορισμού
6. αποβάθρα
7. καθεμιά από τις θέσεις στις οποίες σταματά ο επικρουστήρας, ο μοχλός του όπλου που πυροδοτεί τα βλήματα
8. μτφ. διαβάθμιση («τα φώτα του αυτοκινήτου έχουν τρεις σκάλες»)
9. φρ. α) «Σκάλα του Μιλάνου» — ένα από τα μεγαλύτερα και περιφημότερα λυρικά θέατρα του κόσμου που βρίσκεται στο Μιλάνο της Ιταλίας
β) μτφ. «τον περνάει πολλές σκάλες» — είναι πολύ ανώτερος ή ικανότερός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scala «κλίμακα» (< scando «ανεβαίνω»)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάλα -ης, ἡ [Lat. scalae] trap, ladder. Plut. Rom. 20.5.