διαυγάζω: Difference between revisions
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. perf. part. graf. διευγασμένος <i>BGU</i> 1143.15 (I a.C.)]<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[brillar]], [[resplandecer]] πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει <i>Placit</i>.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2<i>Ep.Petr</i>.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, [[ἅμα]] τῷ διαυγάζειν al brillar el día</i> Plb.3.104.5<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.132.<br /><b class="num">2</b> [[dejar ver a través]] en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.<i>Bel</i>.57.27<br /><b class="num">•</b>part. neutr. subst. [[transparencia]] τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.<i>Inc</i>.32.11.<br /><b class="num">3</b> dud., quizá [[barnizar]], [[cubrir con una capa brillante]] en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα <i>BGU</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[exponer a la luz]], e.e., [[al aire libre]] en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.<i>Ep</i>.16<br /><b class="num">•</b>astrol. [[iluminar]] τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en <i>PLond</i>.130.70 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.<i>Anc</i>.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado</i> por la divinidad, I.<i>AI</i> 5.349.<br /><b class="num">2</b> [[irradiar]] σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.<i>D</i>.48.319. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. perf. part. graf. διευγασμένος <i>BGU</i> 1143.15 (I a.C.)]<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[brillar]], [[resplandecer]] πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει <i>Placit</i>.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2<i>Ep.Petr</i>.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, [[ἅμα]] τῷ διαυγάζειν al brillar el día</i> Plb.3.104.5<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.132.<br /><b class="num">2</b> [[dejar ver a través]] en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.<i>Bel</i>.57.27<br /><b class="num">•</b>part. neutr. subst. [[transparencia]] τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.<i>Inc</i>.32.11.<br /><b class="num">3</b> dud., quizá [[barnizar]], [[cubrir con una capa brillante]] en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα <i>BGU</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[exponer a la luz]], e.e., [[al aire libre]] en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.<i>Ep</i>.16<br /><b class="num">•</b>astrol. [[iluminar]] τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en <i>PLond</i>.130.70 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.<i>Anc</i>.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado</i> por la divinidad, I.<i>AI</i> 5.349.<br /><b class="num">2</b> [[irradiar]] σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.<i>D</i>.48.319. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 11:14, 15 August 2022
English (LSJ)
A glance, shine through, τῷ σχισμῷ Placit.3.3.3; ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2 Ep.Pet.1.19: impers., ἅμα τῷ διαυγάζειν (sc. τὴν ἡμέραν) Plb.3.104.5; to be transparent, Mnesith. ap. Orib.inc.15.11. II = φωτίζω, Hsch.: and so metaph., διαυγασθείς being enlightened, perceiving the truth, J.AJ5.10.4. III Astrol., influence by its rays (= ἐπιθεωρέω), PLond.1.130.70 (i A.D.). IV Pass., to be glazed, of pottery, prob. in BGU1143.15 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 609] durchglänzen, -leuchten; Plut. plac. phil. 3, 3; dah. διαυγάζει, es leuchtet durch, es wird hell, es wird Tag, Pol. 3, 104; im N. T. ἕως ἡ ἡμέρα διαυγάσῃ.
Greek (Liddell-Scott)
διαυγάζω: διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει ἡμέρα, ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «αὐγή», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
French (Bailly abrégé)
briller à travers.
Étymologie: διά, αὐγάζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. perf. part. graf. διευγασμένος BGU 1143.15 (I a.C.)]
I intr.
1 brillar, resplandecer πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει Placit.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2Ep.Petr.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, ἅμα τῷ διαυγάζειν al brillar el día Plb.3.104.5
•en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.Pr.1.132.
2 dejar ver a través en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.Bel.57.27
•part. neutr. subst. transparencia τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.11.
3 dud., quizá barnizar, cubrir con una capa brillante en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα BGU l.c.
II tr.
1 exponer a la luz, e.e., al aire libre en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.Ep.16
•astrol. iluminar τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en PLond.130.70 (I/II d.C.)
•fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.Anc.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado por la divinidad, I.AI 5.349.
2 irradiar σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.D.48.319.
English (Strong)
from διά and αὐγάζω; to glimmer through, i.e. break (as day): dawn.
English (Thayer)
(διαυγής) διαυγες (αὐγή), translucent, transparent: διαφανής. (Aristotle) Philo, Apoll. Rh., Lucian, Plutarch, Themistius; often in the Anthol.)
Greek Monolingual
(ΑΝ)
1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω
2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω
αρχ.
1. είμαι διαφανής, διαυγής
2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος)
3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)
4. παθ. (για αγγεία) πιθ. λάμπω.
Greek Monotonic
διαυγάζω: μέλ. -σω, διαλάμπω, υποφώσκω· διαυγάζει ἡμέρα, ανατέλλει η ημέρα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διαυγάζω:
1) светиться насквозь, просвечивать (τῷ σχισμῷ Plut.);
2) (рас)светать: ἅμα τῷ δ. (sc. τὴν ἡμέραν) Polyb. с рассветом; ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ NT пока не рассветет.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αυγάζω stralen:. ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ totdat de dag haar licht verspreidt NT 2 Pet. 1.19.
Middle Liddell
fut. σω
to shine through:— διαυγάζει ἡμέρα day dawns, NTest.
Chinese
原文音譯:diaug£zw 笛-凹瓜索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-發光
字義溯源:微光通過,破曉,發亮;由(διά)*=通過)與(αὐγάζω / καταυγάζω)=光照)組成;而 (αὐγάζω / καταυγάζω)出自(αὐγή)*=光線)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 破曉(1) 彼後1:19