δᾳδουχέω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾳδουχέω''': ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ δᾳδούχου, [[φέρω]] πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., [[ἑορτάζω]] ([[μετὰ]] δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., [[γόον]], οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.
|lstext='''δᾳδουχέω''': ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ δᾳδούχου, [[φέρω]] πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., [[ἑορτάζω]] (μετὰ δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., [[γόον]], οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾳδουχέω Medium diacritics: δᾳδουχέω Low diacritics: δαδουχέω Capitals: ΔΑΔΟΥΧΕΩ
Transliteration A: dāidouchéō Transliteration B: dadoucheō Transliteration C: dadoucheo Beta Code: da|douxe/w

English (LSJ)

A carry a torch, esp. in pageants, E.Tr.343, Luc.Cat. 22. 2 hold the office of δᾳδοῦχος 1.1, IG2.1413,1414. II c. acc., celebrate, τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a:—Med., γόον οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Epigr.Gr.413:—Pass., to be illuminated, Socr.Rhod. 1.

German (Pape)

[Seite 513] Fackeln halten, und mit ihnen vorleuchten, Eur. Tr. 343; Luc. Cat. 22. Dah. = mit Fackeln feiern, μυστήρια Themist.; pass., mit Fackeln erleuchtet werden, Ath. IV, 148 c.

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδουχέω: ἔχω τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ δᾳδούχου, φέρω πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., ἑορτάζω (μετὰ δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., γόον, οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δᾳδουχήσω;
tenir une torche, dans les fêtes ou sacrifices.
Étymologie: δᾳδοῦχος.

Spanish (DGE)

1 intr. ser portador de antorchas en el cortejo nupcial, E.Tr.343, en la procesión eleusina IG 22.3507 (Salamina I a.C.), 3508 (Eleusis I a.C.), Luc.Cat.22, Sch.S.Tr.214P.
2 tr. iluminar con antorchas, acompañar con antorchas una celebración ritual γόον, οὐχ ὑμέναιον IKios 102.5 (I a.C.), τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a, τὴν πλάνην καὶ τὴν ἁρπαγὴν καὶ τὸ πένθος αὐταῖν Ἐλευσὶς δᾳδουχεῖ (de Deméter y Core), Clem.Al.Prot.2.12
c. ac. int. φέγγος ἐδᾳδούχουν περὶ παστῷ πεῦκαι AP 7.182 (Mel.)
fig. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Thdt.Is.3.710.
3 en v. med.-pas. iluminarse λαμπάσι δᾳδουχουμένης ... πόλεως Socr.Rhod.2
prenderse, arder πυρὸς ἐν ἀπορρήτῳ δᾳδουχουμένου metáf. del amor fuego que arde en secreto Ach.Tat.5.15.6.

Greek Monotonic

δᾳδουχέω: μέλ. -ήσω, κατέχω το αξίωμα του δᾳδούχου, μεταφέρω το δαυλό, κρατώ αναμμένα δαδιά και φέγγω ιδίως στις πομπές, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δᾳδουχέω [δᾳδοῦχος] een fakkel dragen, fakkeldrager zijn.

Russian (Dvoretsky)

δᾳδουχέω: нести факел(ы) (ἐν γάμοις Eur.): δᾳδουχοῦσα Luc. женщина с факелом (в процессии).

Middle Liddell


to hold the office of δαιδοῦχος, to carry a torch, esp. in pageants, Eur.