μεταβουλεύω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταβουλεύω''': μεταγινώσκω, [[μεταβάλλω]] γνώμην, [[ἀμφί]] τινι ὢ [[πόποι]], ἦ [[μάλα]] δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., [[ὥστε]] μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· | |lstext='''μεταβουλεύω''': μεταγινώσκω, [[μεταβάλλω]] γνώμην, [[ἀμφί]] τινι ὢ [[πόποι]], ἦ [[μάλα]] δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., [[ὥστε]] μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. [[μεταγιγνώσκω]] ΙΙ, [[μεταδοκέω]]· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
A alter one's plans, change one's mind, ἀμφί τινι Od.5.286. II mostly in Med., Hdt.1.156, E.Or.1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. Epin.982d; μ. ὥστε μένειν Hdt.8.57: c. μή et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., repent of, μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.
German (Pape)
[Seite 145] seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβουλεύω: μεταγινώσκω, μεταβάλλω γνώμην, ἀμφί τινι ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., ὥστε μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. μεταγιγνώσκω ΙΙ, μεταδοκέω· ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.
French (Bailly abrégé)
se raviser, changer de détermination : ἀμφί τινι OD au sujet de qqn.
Étymologie: μετά, βουλεύω.
English (Autenrieth)
only aor. μετεβούλευσαν, have changed their purpose (cf. μεταφράζομαι), Od. 5.286†.
Greek Monolingual
μεταβουλεύω (Α)
(ενεργ. και συν. μέσ.) αλλάζω γνώμη, παίρνω άλλη απόφαση («εἱ μεταβουλεύσαιο τῆς πρὸς βασιλέα ἀφίξεως», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + βουλεύω / βουλεύομαι «αποφασίζω»].
Greek Monotonic
μεταβουλεύω: μέλ. -σω, τροποποιώ τα σχέδιά μου, αλλάζω τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. μεταβουλεύομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταβουλεύω στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει γνώμη και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταβουλεύω: преимущ. med. решать по-другому, перерешать, принимать иное решение (μ. ἄλλως ἀμφί τινι Hom.): μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μενέειν Her. переменить свое решение и остаться здесь; ἀλλὰ μεταβουλευσόμεσθα Eur. но мы можем и переменить решение.
Middle Liddell
fut. σω
to alter one's plans, change one's mind, Od.; but commonly as Dep. μεταβουλεύομαι, Hdt., Eur.; μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα to change one's mind and not march, Hdt.